«γλυκιά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα»

by nullapoenasinelege

‘’καθαρότατον λιο προμηνοσε τς αγς τ δροσάτο στερο στέρι,

σύγνεφο, καταχνιά, δν περνοσε τ’ ορανο σ κανένα π τ μέρη,

καπ κε κινημένο ργοφυσοσε τόσο γλυκ στ πρόσωπο τ’ έρι,

πο λς κα λέει μς στς καρδις τ φύλλα:

γλυκει ζω κι θάνατος μαυρίλα‘’

Διονύσιος Σολωμός

 1797286_10203085477003903_541174521_n

Κάθε που ανοίγει ο καιρός εγώ θυμάμαι το Διονύσιο Σολωμό. Και συγκεκριμένα αυτό το ποίημά του που περιγράφει την ημέρα της Λαμπρής.

 

Στις εκδρομές που κάναμε οικογενειακώς με το αυτοκίνητο όταν ήμουν ακόμα παιδί -ο καύσωνας στο φουλ, ο κλιματισμός άγνωστη λειτουργία για το Lada, το στομάχι εχθρός των εμπειριών μου από τότε, οι εικόνες από τα τοπία της χώρας να εναλλάσσονται γρήγορα, ο αδερφός μου να ρωτάει και να μαθαίνει με εκνευριστική ευκολία ποτάμια, λίμνες, νομούς και πρωτεύουσες, εγώ να ρωτάω πότε φτάνουμε για να κατέβω τρεκλίζοντας από το αυτοκίνητο- στις εκδρομές λοιπόν αυτές που τόσο έντονα έχουν χαραχτεί στη μνήμη μου, οι γονείς μου δεν άκουγαν τα τραγούδια που άκουγαν οι υπόλοιποι γονείς. Πάνω που οι φίλοι μου μάθαιναν τα καινούρια της Βίσση, τα καψούρικα του Τερζή και τα ποπ του Καλλίρη, οι δικοί μου ανακάλυπταν κάποια παλιά κασέτα των Χειμερινών Κολυμβητών, τις επιτυχίες του Γρηγόρη Μπιθικώτση –αραμπάς περνά με τη βλάμισσα ακουγόταν από το κασετόφωνο και να μην καταλαβαίνω το χριστό μου- τη μελοποίηση σε ποιήματα του Διονύσιου Σολωμού που έκανε ο Νίκος Ξυδάκης. Ειδικά αυτή η κασέτα καρφώθηκε στη μνήμη μαζί με τα τοπία από τους καταρράκτες της Έδεσσας και το γεφύρι της Άρτας. Θυμάμαι με τι δέος ακούγαμε την ιστορία του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄, που οι Τούρκοι τον αποκεφάλισαν μπροστά στην Ωραία Πύλη της Αγίας Σοφίας, μέσα από την αφήγηση του Σολωμού και τη φωνή του Ξυδάκη, και κατόπιν ακούγαμε την εξιστόρηση του συμβάντος και με κάπως πιο απλά λόγια, και πώς μου ‘ρχότανε χριστούλη μου να κλάψω κάθε φορά με τον παπά που βρήκε τόσο τραγικό και ένδοξο θάνατο. Άσε που νόμιζα ότι ο Ξυδάκης είναι ο Σολωμός ο οποίος είχε ζήσει τα γεγονότα από κοντά, ωστόσο ζούσε μέχρι τις μέρες μας. Απλή παιδική λογική.

 

Μα πάνω από όλα τα ποιήματα του Σολωμού, η περιγραφή της ημέρας του Πάσχα έμπαινε κάθε φορά ορμητικά στο κεφάλι μου από τις κερκόπορτες των αυτιών και έφτιαχνε τη φωλιά της σε μια γωνιά του μυαλού μου. Για πρώτη ίσως φορά άκουγα λόγια που ανάβλυζαν μουσική, έβλεπα τον ουρανό να λάμπει, άκουγα τα πουλιά, αφουγκραζόμουν τον αέρα που φυσούσε απαλά και δίδασκε ότι η γαμημένη η ζωή είναι τόσο ωραία, τραγουδούσα τους στίχους κι ας μην καταλάβαινα όλες τις λέξεις, την είχα αυτή τη συνήθεια από μικρή βλέπεις, ό,τι άγνωστο να το μάθω, ό,τι απάτητο να το κατακτήσω, όποιο δώρο γνώσης τύχαινε να βρω στο δρόμο μου να το κρατήσω με ευλάβεια.

 

Αυτοί οι στίχοι του Σολωμού βγαίνουν από το στόμα μου κάθε φορά που αντικρίζω τον ήλιο να λάμπει σε πείσμα των καιρών και να συγκρούεται μετωπικά με το μέσα μου. Ποιος ήλιος ρε, ποιο φως και ποια ποίηση, εδώ πεθαίνουμε, κάθε πρωί σηκωνόμαστε σαν τους βρικόλακες από τα κρεβάτια μας και σερνόμαστε σε ολόκληρη την πόλη -για ποιο λόγο άραγε και για ποιο σκοπό;- μια ηλιόλουστη κατασκότεινη πόλη η Αθήνα, κάθε μέρα τα νέα είναι όλο και χειρότερα, είμαστε ένας πίνακας της Δ.Ε.Η., κάθε μέρα πέφτει κι από ένας διακόπτης, κάθε μέρα σβήνει κι από ένα φως, πλησιάζει η μέρα του απόλυτου σκοταδιού, κοίτα τριγύρω σου, διατάζω τον εαυτό μου, κοίτα όσο προλαβαίνεις, φωτογράφιζε και ύστερα κάνε τις φωτογραφίες λόγια, γράφε, γράφε για να μην ξεχαστούν όλα όσα ζούμε, να ξέρει ο κόσμος που θα έρθει μετά από μας, να μπορέσει να ζήσει ομορφότερα, κράτα σημειώσεις για το Μεσαίωνα του δυτικού πολιτισμού, τίποτα άλλο δεν είσαι παρά μια μάγισσα που κάθε μέρα της καίνε κι από ένα μέλος, ξέρεις αυτή είναι η διαφορά του δικού μας Μεσαίωνα, δεν μας καίνε μια κι έξω να τελειώνουμε, αλλά προτιμούν τον αργό θάνατο, και πρώτα πρώτα το θάνατο του χαμόγελου.

 

Παραλήρημα. Ήλιος εναντίον Λογικής.

 

Ο Σολωμός στο ποίημά του μιλάει για τον ερχομό της ημέρας του Πάσχα, γεγονός που με άφηνε κομματάκι αδιάφορη από μικρή, γιατί Πάσχα σήμαινε ότι θα βάψουμε αυγά και θα αποκτούσα καινούρια λαμπάδα, και στο εσωτερικό σύστημα αξιών μου τα λόγια του ποιήματος δεν ταυτίζονταν με τα καλαματιανά και τα τσάμικα που θα χορεύαμε στην αυλή την Κυριακή του Πάσχα. Τώρα πια, που από τις ημέρες του Πάσχα κρατάω το αντάμωμα με τη γιαγιά στο χωριό που πάτησε φέτος τα εκατό και τα εγκώμια της Μεγάλης Παρασκευής που ψέλνουμε όλοι μαζί -χωριό και ψάλτες, ψάλτες και χωριό, ένα και το αυτό είναι άλλωστε- το ποίημα για την ημέρα του Πάσχα μιλάει ακόμα πιο βαθιά μέσα μου, σ’ ένα κομμάτι μου που ξέρει τη μουσική αλλά δεν ξέρει να σας πει τις νότες, σ’ ένα κομμάτι μου που κοιτάζει τον ήλιο κατάματα Φλεβάρη μήνα, σ’ ένα κομμάτι μου που βγαίνει στο μπαλκόνι και φωνάζει άντε γαμήσου εργατιά, σ’ ένα κομμάτι μου που κάποτε νοστάλγησε το φως πιο πολύ από το καλημέρα, σ’ εκείνο το κομμάτι μου που δηλώνει αντιρρησίας της πραγματικότητας, την γκρεμίζει και την ξαναφτιάχνει από την αρχή με μόνα υλικά τις ακτίνες του ήλιου, τα δάχτυλα των εραστών και τα ποιήματα που διαβάστηκαν από λίγους.

 

Η αλήθεια σου κρύβεται στην πρώτη εικόνα που ξεπροβάλλει μπροστά σου μόλις κλείσεις τα μάτια σου. Το φως ξεπετάγεται μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. Ο Σολωμός έγραφε με δάκρυα στα μάτια ακούγοντας την πολιορκία του Μεσολογγίου από το λόφο του Στράνη, κι εκεί που έπεφταν τα κορμιά άψυχα απέναντι γράφονταν λέξεις που θα καρφώνονταν σαν σφαίρες πάνω στο κορμί της ανθρώπινης ιστορίας, για να θυμούνται οι άνθρωποι και να θυμίζουν οι ποιητές πως το αίμα [δεν] είναι λεκές που δεν ξεπλένεται.

 

Είμαι πάλι δέκα χρόνων. Το αυτοκίνητο προχωράει εν μέσω 40 βαθμών Κελσίου στο θεσσαλικό κάμπο. Τρώμε ψωμοτύρι, ο αδερφός μου μαθαίνει νεράκι τους νομούς της Θεσσαλίας κι εγώ παίζω δηλωτή με το στομαχικό ίλιγγο. Από το κασετόφωνο ακούγεται Τσιτσάνης· σερσέ λα φαμ και το μυαλό μου παλεύει να κάνει μετάφραση σε μια γλώσσα αμετάφραστη, γιατί είναι η γλώσσα του κόσμου ολόκληρου, της Καρδίτσας και της Βαστίλης, της Φλώρινας και της Καλιφόρνια, των Καλαβρύτων και του Σύδνεϋ, της μάνας, του παππού και των μωρών που πρόκειται να γεννηθούν, όπου κι αν γεννηθούν, ό,τι όνομα κι αν τους δώσουν, σε όποιον άγιο κι αν τα τάξουν, ό,τι θερμοκρασία κι αν έχει έξω.

Θυμάμαι τα πρόσωπα των γονιών μου· σχεδόν αμέριμνα. Σχεδόν χαμογελαστά. Λες και δεν έχουν προβλήματα. Φυσικά κάνω λάθος.

Θα ξαναζήσω ποτέ έτσι; Θα ξαναπάω εκδρομή σχεδόν χαμογελώντας; Θα [ξανά]γράψει κανείς για την ανάσταση; Την ανάσταση αυτής εδώ της ζωής, αυτού εδώ του τόπου, των ανθρώπων που ζούμε εδώ, που κλαίμε χωρίς δάκρυα, που αγαπάμε χωρίς αντίκρισμα, που μεγαλώσαμε με Μπακιρτζή, που θα πεθάνουμε από τα χημικά που μας πετάνε να φάμε κάθε που οι δρόμοι ανάβουν και οι καρδιές τραγουδάνε, πως είναι γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα;

Εμείς θα ζήσουμε, ρε.