άνοιξε, άνοιξη
στο νησί τα πρωινά περπατάω χωρίς να σηκωθώ από το κρεβάτι
τα μικροσκοπικά σποτάκια της κουζίνας καθρεφτίζονται στα πλακάκια
έχει από μήνες ξημερώσει κι ακόμα να φανεί ο ήλιος
περπατάω στο πεζοδρόμιο ανίδεη από πόνο
η προκυμαία της πρωτεύουσας με εμπαίζει ειρωνικά
ο νους μου στα σποτάκια της κουζίνας που κοιτάνε θαρραλέα τα πλακάκια
περπατάω με βήμα σταθερό και ανήξερο
να ψωνίσω σαρδέλα
να την τηγανίσω το μεσημέρι
να ποτίσει η μυρωδιά της τα σποτάκια της κουζίνας μου
δύο τα απλήρωτα νοίκια μου
τα απογεύματα στο νησί ψωνίζω από τα πανέρια των κινέζων
πατάκια και κουρελούδες ίσα για να κρύψω τη λάμψη του πατώματος
με τυφλώνουν τα πλακάκια στην κουζίνα
οι κινέζοι δεν δέχονται ποτέ παζάρια
πού ξέρεις, έτσι μπορεί να ‘ναι ο κρατικός καπιταλισμός
αταλάντευτος
απαζάρευτος
ανηλεής
τις νύχτες στο νησί κάθομαι μπροστά στην οθόνη μου
και ονειρεύομαι πως έχω γραφομηχανή
με βλέπω να αλλάζω τα μελάνια
να πατάω τα πλήκτρα της με δύναμη
με ονειρεύομαι να ψάχνω με απόγνωση ποιος θα την επισκευάσει
πού ξέρεις, έτσι μπορεί να ‘ναι ο κραταιός καπιταλισμός
να ρίχνει επαγγέλματα στο θάνατο
και να σκορπά τη λήθη σε ό,τι δεν αποφέρει κέρδος
απρίλη, γιατί δεν μου μιλάς;
κάθε ξημέρωμα σπέρνω ανέμους στο νησί
πουνέντες σήμερα, κακή ψαριά
αύριο καιρός καλός
βγείτε στα πέλαγα να αναμοχλεύσετε τα όνειρά σας
σαββατοκύριακο βροχή
χρυσή ευκαιρία για σφουγγάρισμα
ίσα να αστράψουν τα πλακάκια της κουζίνας μου
ίσα να με τυφλώσουνε τα βατ και βολτ απ’ τα σποτάκια
σήμερα μόνο προσφορά με δύο απορρυπαντικά δώρο σαπούνι και σχοινί
οι μέρες μου σε τούτο το νησί κυλάνε απελπισμένα εν αγνοία μου
όλα μου τα ρολόγια σταμάτησαν από καιρό να λειτουργούν
το χρόνο μου ορίζουν πια μόνο οι λέξεις οι δικές σου
μετράω το χρόνο μόνο με τις μετοχές τα επιρρήματα και κανα δυο αντωνυμίες αοριστίας
άνοιξε άνοιξη, ζυμώθηκα ανεπίστρεπτα απ’ τους πολλούς χειμώνες
οι μνήμες μου απ’ την πρωτεύουσα είναι πια μόνο κάτι λίστες
μετράω απώλειες ευκαιρίες γεννητούρια και δρομολόγια του ηλεκτρικού
την επόμενη φορά θα φτιάξω έναν κατάλογο
με όλα τα ζαχαροπλαστεία της αθήνας με το όνομα έντελβαϊς
θα αφήσω νύχτα σιωπηρά στην πόρτα τους έναν ανθό από ένα εντελβάις
κι ύστερα τρέχοντας πίσω στην παραθαλάσσια πρωτεύουσα θα τρέξω
για να μετρήσω όλα του λόγου σου τα μέρη
μην τυχόν και εν τῄ απουσίᾳ μου νέες ποιήσεις εφευρέθηκαν
προσοχή στο κενό μεταξύ κενού και απουσίας
οι μέρες μου στο νησί καθρεφτίζονται στο πλακάκι της κουζίνας μου
λάμπουν από ασπράδα
βρίθουν σιωπής
χρήζουν άμεσης βοήθειας
άνοιξε άνοιξη, μέσα σου να κλειστώ και από τα φθινόπωρα για μια φορά να αναστηθώ