sine_lege

μας εξαπάτησαν οι εγκλίσεις

Ετικέτα: ήλιος

άνοιξε, άνοιξη

στο νησί τα πρωινά περπατάω χωρίς να σηκωθώ από το κρεβάτι

τα μικροσκοπικά σποτάκια της κουζίνας καθρεφτίζονται στα πλακάκια

έχει από μήνες ξημερώσει κι ακόμα να φανεί ο ήλιος

περπατάω στο πεζοδρόμιο ανίδεη από πόνο

η προκυμαία της πρωτεύουσας με εμπαίζει ειρωνικά

ο νους μου στα σποτάκια της κουζίνας που κοιτάνε θαρραλέα τα πλακάκια

περπατάω με βήμα σταθερό και ανήξερο

να ψωνίσω σαρδέλα

να την τηγανίσω το μεσημέρι

να ποτίσει η μυρωδιά της τα σποτάκια της κουζίνας μου

δύο τα απλήρωτα νοίκια μου

 

τα απογεύματα στο νησί ψωνίζω από τα πανέρια των κινέζων

πατάκια και κουρελούδες ίσα για να κρύψω τη λάμψη του πατώματος

με τυφλώνουν τα πλακάκια στην κουζίνα

οι κινέζοι δεν δέχονται ποτέ παζάρια

πού ξέρεις, έτσι μπορεί να ‘ναι ο κρατικός καπιταλισμός

αταλάντευτος

απαζάρευτος

ανηλεής

 

τις νύχτες στο νησί κάθομαι μπροστά στην οθόνη μου

και ονειρεύομαι πως έχω γραφομηχανή

με βλέπω να αλλάζω τα μελάνια

να πατάω τα πλήκτρα της με δύναμη

με ονειρεύομαι να ψάχνω με απόγνωση ποιος θα την επισκευάσει

πού ξέρεις, έτσι μπορεί να ‘ναι ο κραταιός καπιταλισμός

να ρίχνει επαγγέλματα στο θάνατο

και να σκορπά τη λήθη σε ό,τι δεν αποφέρει κέρδος

απρίλη, γιατί δεν μου μιλάς;

 

κάθε ξημέρωμα σπέρνω ανέμους στο νησί

πουνέντες σήμερα, κακή ψαριά

αύριο καιρός καλός

βγείτε στα πέλαγα να αναμοχλεύσετε τα όνειρά σας

σαββατοκύριακο βροχή

χρυσή ευκαιρία για σφουγγάρισμα

ίσα να αστράψουν τα πλακάκια της κουζίνας μου

ίσα να με τυφλώσουνε τα βατ και βολτ απ’ τα σποτάκια

σήμερα μόνο προσφορά με δύο απορρυπαντικά δώρο σαπούνι και σχοινί

 

οι μέρες μου σε τούτο το νησί κυλάνε απελπισμένα εν αγνοία μου

όλα μου τα ρολόγια σταμάτησαν από καιρό να λειτουργούν

το χρόνο μου ορίζουν πια μόνο οι λέξεις οι δικές σου

μετράω το χρόνο μόνο με τις μετοχές τα επιρρήματα και κανα δυο αντωνυμίες αοριστίας

άνοιξε άνοιξη, ζυμώθηκα ανεπίστρεπτα απ’ τους πολλούς χειμώνες

 

οι μνήμες μου απ’ την πρωτεύουσα είναι πια μόνο κάτι λίστες

μετράω απώλειες ευκαιρίες γεννητούρια και δρομολόγια του ηλεκτρικού

την επόμενη φορά θα φτιάξω έναν κατάλογο

με όλα τα ζαχαροπλαστεία της αθήνας με το όνομα έντελβαϊς

θα αφήσω νύχτα σιωπηρά στην πόρτα τους έναν ανθό από ένα εντελβάις

κι ύστερα τρέχοντας πίσω στην παραθαλάσσια πρωτεύουσα θα τρέξω

για να μετρήσω όλα του λόγου σου τα μέρη

μην τυχόν και εν τῄ απουσίᾳ μου νέες ποιήσεις εφευρέθηκαν

προσοχή στο κενό μεταξύ κενού και απουσίας

 

οι μέρες μου στο νησί καθρεφτίζονται στο πλακάκι της κουζίνας μου

λάμπουν από ασπράδα

βρίθουν σιωπής

χρήζουν άμεσης βοήθειας

άνοιξε άνοιξη, μέσα σου να κλειστώ και από τα φθινόπωρα για μια φορά να αναστηθώ

panic street


όταν έρχεται η ώρα του

αγκαλιάζω τα γόνατα

διπλώνω τα βλέφαρα στα τέσσερα

απλώνω την τράπουλα

και ρωτώ το δύο σπαθί

πόσην ώρα τούτη τη φορά η επίσκεψή του θα κρατήσει


όταν μου χτυπάει την αρτηρία της καρδιάς

σφίγγω τα ούλα μέχρι να ματώσουνε

κατεβάζω τις κουρτίνες από το σαλόνι

σκεπάζομαι με αυτές ως τα δάχτυλα των ποδιών

ανοίγω τα φώτα

και περιμένω να με λυπηθεί ο ήλιος


όταν με επισκέπτεται ο πανικός

θαρρετά του δηλώνω πως άλλο δεν τον θέλω πια

μα ύστερα με γλύκες και με ψέματα με πείθει πάλι

μου λέει δήθεν πως ζωή δεν υπάρχει μέσα μου δίχως αυτόν

κι ύστερα κουλουριάζεται δίπλα μου

ψήνει ένα αφέψημα και φτύνει μέσα μου το δηλητήριο


δεν έρχεται ποτέ το μεσημέρι να με βρει

όταν στον ήλιο απλώνω τη μπουγάδα μου

όταν καπνίζω αμέριμνη τις έγνοιες μου

όταν τα πόδια και τα χέρια μου λογιών δουλειές σκοτώνουν

φτάνει στο σπίτι μου πάντοτε την ώρα των σκιών

και με πονηριές το αντικλείδι της πόρτας μου βρίσκει


όταν έρχεται η ώρα του πανικού

βγαίνω νύχτα αγέλαστη στο δρόμο

κόβω τα λουριά από όλους τους σκύλους της γειτονιάς

σκίζω τις αφίσες των ντόπιων τραγουδιστών της επαρχίας

στέκω μπροστά στα κηδειόχαρτα της κεντρικής οδού

και με μειδίαμα αποχαιρετώ τους άγνωστους νεκρούς


όταν φτάνει κοντά μου

μουδιάζουν τα πνευμόνια μου

ξαναγεννιέμαι και ξαναπεθαίνω μέσα σε μοναξιά οικτρή

και σίγουρη είμαι πως νύχτωσε πια για πάντα

μένω ακίνητη για ώρες που κρατούν πέντε λεπτά μονάχα

και γαντζώνω τα νύχια στο σεντόνι κράτημα από κάπου για να ‘χω


όταν έρχεται η ώρα του

βυθίζομαι σε ύπνο ακούνητο με τα μάτια ορθάνοιχτα

ξαναγράφω το λήμμα τρόμος σε όλα της υφηλίου τα λεξικά

φυτρώνουνε φτερά στα πλευρά μου

κι εγώ ίπταμαι μέχρι το άλλο ημισφαίριο

βρίσκω εκεί τον ήλιο και πίσω στην πόλη μου τον τραβάω


σε λίγα λεπτά οι αχτίδες του παραβιάζουν το παράθυρό μου

ο γείτονας ξυπνάει κάρτα για να χτυπήσει στην υπηρεσία

το βουνό απέναντί μου ανίδεα με καλημερίζει

εγώ ισιώνω το σεντόνι πάνω στο στρώμα

κι ύστερα ωσάν να μην συνέβη τίποτα

ξανά και ξανά στο φως χαμογελώ


μην άλλο μου μιλάς

κοιμήσου ακόμα λίγο σύντροφε

γιατί η νύχτα ακόμα στάζει πίσσα από τα μάτια μας

καήκανε σύντροφε τα βλέφαρά μας από την αναμονή

και πάντα το αύριο που περιμέναμε δεν ερχότανε

ξεκούρασε σύντροφε τα μάτια σου

γιατί στον πόλεμο των πλανητών είδες πολλά

αστέρια να φλέγονται και γαλαξίες να ξορκίζουνε το θάνατο

ανάπαυσον σύντροφε τα χέρια σου

που χτίσανε μετερίζια λεβεντιάς πάνω στο γράμμο

αυτά τα χέρια που κοπήκανε για τριάντα αργύρια βρετανικά

μην άλλο μου μιλάς καλέ μου σύντροφε

γιατί μου στάθηκες πιστός σε μέρες που μας ξεγελούσαν όλοι

πολίτες και οπλαρχηγοί και εν αποστρατεία σοσιαλιστές

κι αυτός ο ίδιος ο ξεδιάντροπος ο ήλιος βασιλιάς

που έπρεπε στη βάρκιζα να μην ξημέρωνε

παρά να έστελνε δυνάμεις σκοτεινές καταστολής

για να ξεπλύνουν τη ντροπή κι εκείνα τα δάκρυα τα καυτά

που κύλησαν μέχρι τη θάλασσα του αργοσαρωνικού

κι ίσαμε σήμερα καίει τούτος ο κόλπος

ξεκούρασε τα πόδια τα πολεμικά σου σύντροφε

που περπατήσανε όλο το μακρονήσι ψάχνοντας για νερό

ξεκούρασε πεθαμένε από χρόνια σύντροφε όλα τα βάσανά σου

γιατί η νύχτα μας κρατάει ακόμα για χρόνια τριάντα τρία

γιατί η ιστορία που πάντοτε οι προδότες την γράφανε

μας τιμωρεί με την αιώνια πανσέληνο

καταδικάστηκε το γένος μας καλέ μου σύντροφε

το φως την τιμιότητα το δίκιο να ξεχάσει

καταδικάστηκε η ατιμασμένη ανθρώπινη φυλή

αιώνια άυπνη λίγο νερό και φως απ’ το φεγγάρι να ζητάει

γιατί δεν είμαστε οι άνθρωποι αυτό που νόμιζες

γιατί βολεύτηκε το αίμα μας άβραστο να κυλάει

γιατί κι εγώ που σου μιλώ κατάπια τον λυγμό μου

και πρώτη έσυρα προχτές των ηττημένων το χορό αδάκρυτη

κοιμήσου σύντροφε ακόμα λίγο

γιατί η νύχτα τρύπωσε στα μαλλιά μας στάζοντας φρίκη

και πέθαναν ανεπίστρεπτα καλέ πιστέ μου σύντροφε

όσα για χάρη τους ολάκερη τη νιότη σου με αφειδία ξόδεψες

κοιμήσου για να μην μας δεις

που θα γεννιόμαστε και θα πεθαίνουμε στα είκοσί μας

υπέρβαροι αξόδευτοι στο άδικο ολότελα εθισμένοι

αδιάβαστοι ανέραστοι και ανεπίστρεπτα πια για πάντα μοναχοί

κακοποιός χορωδία, η

κόρη κλεπταποδόχου και ερμηνεύτρια στίχων λαϊκών

αφήνω πίσω μου τον ήλιο του δικαίου

και ξεκινώ εκστρατεία ανίχνευσης των παρανόμων

θα τους μαζέψω όλους σε κελί ευήλιον ευάερον και απαστράπτον

θα απαγγείλω ενώπιόν τους ποιήματα γραφιάδων

που δεν εκδόθηκαν ποτέ

θα δανειστώ φωτιά  από τσακμάκι ναυτικού

κι ύστερα θα οργανώσω χορωδία παρανόμων

τούτη η μπάντα θα καντάρει τραγούδια μόνο αντιεπαναστατικά

γιατί τα μέλη της αναλωμένα θα ‘ναι

στον μάταιο της επιβίωσης αγώνα

τενόροι μπάσοι και σοπράνοι θα άδουνε συναισθηματικά νεκροί

πώς η ζωή τους χάθηκε μέσα στις αίθουσες των εφετείων

χειμώνα μήνα με θέρμανση μόνο στα έδρανα των δικαστών

ζεστοί γλουτοί καμπυλωμένες τσέπες σέντρα στων τάξεων την πάλη

 

άδετε παρανόμοι μου, να λιώσει η μουσική τα υπουργεία!

 

κυκλοφορεί τυπωμένο σε χαρτί στο τσακμάκι #4

 

ηλίου σκοτεινότερη

ηλίου σκοτεινότερη

βρήκα σήμερα ένα υπόστεγο
η ηλιοφάνεια του νησιού με ζάλισε
χρειάζομαι λίγο το σκοτάδι πάλι
να μην με βλέπεις
να μην σε νιώθω
να μην μας ακούνε

ακυρώνω τις αισθήσεις

την ώρα που καφεΐνη και ενοχές κουτρουβαλάνε ολοταχώς
προς την κεντρική της καρδιάς αρτηρία
εκεί έξω οι εχθροί μαχαιρώνουν τους ανθρώπους μου
μα τι λέω
δεν έχω δικούς μου ανθρώπους
ίσως και να ‘χα κάποτε

ενοχή και καφεΐνη
κλίμα εορταστικόν

ήθελα να σου πω
πως το μόνο υπόστεγο της ζωής μας
έγινε πια η αδικία

τι το ‘θελα να ακυρώσω τις αισθήσεις
απόμεινα μόνη

έχω έναν λυγμό που τρεμοπαίζει
στην πρώτη διακοπή ρεύματος θα έχω πεθάνει
και την ώρα της εξέγερσης του έρωτα
θα είναι πλέον αργά για να αναστηθώ

κοιτάζω έξω
παρεισφρύω μέσα στο απέναντι κομμωτήριο
καταπίνω μονομιάς όλες τις βαφές για τα μαλλιά
γίνομαι ολόκληρη μωβ

μωβ με ωμέγα το χρώμα του πένθους
μοβ με όμικρον το χρώμα του πάσχα
πάσχα πέρασμα ψαλμός θάνατος

ψέματα ψέματα
δεν έχω τίποτα να σου πω
έχω μόνο ένα βλέμμα
εκεί τα ‘χω κλείσει όλα τώρα πια

άρνηση απόρριψη πόνος ηδονή

συνομιλητές μου κάτι σεισμόπληκτα βλέφαρα
μα ο διάλογος απέβη άκαρπος
στέρφα ωορρηξία
έμβρυα χωρίς βλέφαρα
αίμα που στάζει από τα μάτια
γέννα άνευ μαιευτήρος

η ζωή δεν θα ξανακυλήσει
οι μέρες θα κουτρουβαλάνε
οι νύχτες θα διαρκούν τέσσερα έτη φωτός εκάστη
τα σπίτια θα χτίζονται από καφεΐνη

ο κόσμος μας άλλαξε
κι εμείς παραμείναμε αμετακίνητοι και βίαιοι
νόθα τέκνα του ιωσήφ βησσαριόνοβιτς τζουγκασβίλι
μεγαλωμένα στο πλευρό του λεφ νταβίντοβιτς μπρονστέιν
με δέος παριστάμενοι παρά πόδα του πιοτρ αλεξέγιεβιτς κροπότκιν
κλείσαμε την ελευθεριότητα μέσα σε κούπες από καφέ
και βαφτίσαμε ελευθερία το μειδίαμα

καφεΐνη και ενοχή
εορταστικόν κλίμα

το μελάνι μου τελειώνει
και το υπόστεγο κοντεύει να λιώσει πια
και τίποτα τίποτα δεν σου είπα ακόμη
έχασα τις λέξεις μου κάπου στη διαδρομή
από την πρωτεύουσα στην επαρχία

θα εναποθέσω ένα ζευγάρι βλέμματα
κάτω από αυτό το ετοιμόρροπο από τον ήλιο υπόστεγο
κι ύστερα θα αναδυθώ ανάμεσα από τα δύο σύμπαντα
εκείνα που μας ξεχώρισαν από όλους τους άλλους
εκείνα τα ίδια σύμπαντα που μας χώρισαν για πάντα

το ξέρω πως δεν θα με αναζητήσεις
άλλωστε όπου κι αν κοιτάξεις
ο ήλιος θα ‘ναι πάντα εδώ
κι εγώ θα σε φωτίζω ες αεί
αιώνια ξαναγεννημένη
από τις δικές σου στάχτες

απετάξω τον αύγουστο

πουλάω κοσμήματα πάνω στο κράσπεδο
ξεπουλάω υπάρχοντα στους δρόμους
οι ποδηλάτες δεν με βλέπουν καν
ποδοπατάνε τα οικογενειακά μου κειμήλια

τα φώτα του αυγούστου με τυφλώνουν
μα εγώ πουλάω
πουλάω σωρηδόν
εξασφαλίζω ανάσες
υπογράφοντας δικαιοπραξίες υποσχετικές
υπόσχομαι
πως ό,τι στα χρόνια που μέλλει να ‘ρθουνε
ό,τι
οτιδήποτε σου λέω
θα σας το ξεπουλήσω
ζωή και τιμή και αντεθνική υπερηφάνεια
θα τα μεταβιβάσω
θυσία εκτελώντας
στο βωμό του πατριωτικού τουρισμού

όταν η νύχτα ξημερώσει
άπαντα τα υπάρχοντά μου έχουνε δοθεί μισοτιμής
στα κορίτσια με τις ανταυγίζουσες αλογοουρές
που πιάσανε το συνοδό τους από το χέρι
και δια της ερωτικής βίας τον σύρανε στο νησί μου
κακή συνήθεια οι αντωνυμίες που κτήση δηλώνουν κύριε καθηγητά

σου έλεγα ότι με το ξημέρωμα της παλλαϊκής αργίας
της κοιμήσεως της ανύπανδρης μαρίας
στα χρόνια μου βλέπεις οι αιμάτινες απεργίες από αργίες βουλιμικής κατάνυξης αντικαταστάθηκαν
ο πάγκος μου αδειάζει
έδωσα πια ό,τι είχα
ξεπούλησα τα πάντα
καλοκαίρια και χειμώνες και ακτίνες του ήλιου
και υποθαλάσσιους υδρογονάνθρακες που πάνω σε μυθικούς ιππόκαμπους
για τις χώρες του δύοντος ηλίου ταξιδεύουνε
έναν τόπο ολόκληρο ξεπούλησα
σε κείνα τα αγόρια με το τατουάζ του Τσε ακριβώς πάνω στον καλογυμνασμένο βραχιόνιο μυ
αλήθεια σε ρωτάω κάθε αύγουστο και απάντηση δεν παίρνω
γιατί του Άρη τη ζωή δεν μας μάθανε ποτέ οι δάσκαλοι

ξημερώνει σεπτέμβρης
ο μήνας που πάντα γρήγορα έρχεται κι ύστερα πάντοτε ξεχνά να αποχωρήσει
ξημερώνει φθινόπωρο λέω
και ήρθε πια ο καιρός τον πάγκο του ξεπουλήματός μου να μαζέψω
θα ζήσω τον χειμώνα μου
τρώγοντας περήφανες συμφωνίες σωτηρίας

μια μόνο απέλπιδα ερώτηση μομφής και δυσπιστίας σε όλους σας απευθύνω

γιατί φορώντας το ρούχο του σοσιαλισμού
τις σάρκες μου σταυρώσατε
και στον αιώνιο χειμώνα των τραπεζών με καταδικάσατε;

αστόχημα ζωής*

*για αστόχημα βολής (aberratio ictus) γίνεται λόγος όταν ο δράστης δεν προσβάλλει το υλικό αντικείμενο που είχε ήδη εξατομικεύσει και κατά του οποίου κατευθυνόταν η πράξη του, αλλά ένα άλλο, το οποίο δεν ήθελε να προσβάλλει.

(από τη θεωρία του γενικού ποινικού δικαίου)

 

σε εύστοχα ερωτήματα αστόχως σήμερα θα προσπαθήσω να απαντήσω

διερωτηθήκατε λοιπόν ποτέ

ποιοι πάνε στα ακροατήρια των δικαστηρίων ως φιλοθέαμον κοινό

πού αναγκάζονται να ακουμπάνε τα δάχτυλα των χεριών τους οι μάρτυρες

ώστε το ευαγγέλιο να μην αναγκαστούν να αγγίξουν

με πόσο περιπαιχτικό ύφος ο ναζωραίος κρεμασμένος από ψηλά όλους σας κοιτάζει

αν ο ένστολος ανθρωποφύλακας κάθε πρωί εντίμως τη στολή του σιδερώνει

αν τα πηλίκια έχουν μέγεθος, αρίθμηση, οσμή και κατά πόσον σε καλύπτουν έναντι του ήλιου

πόσα μειδιάματα χωράνε τα εννέα ημερών άλουστα μαλλιά της αξιοτίμου κυρίας δικαστού

παρατηρείστε σας παρακαλώ

πώς τρίβουν χαρισματικά οι γραμματείς τις παλάμες των χεριών τους

να ‘ναι άραγε λόγω κρύου ή να ‘ναι μήπως από την άγρια χαρά που προκαλεί η καταπάτηση ηθών

που η κοινωνία της γάγγραινας ως τάχα μου χρηστά ονομάτισε

κι ύστερα άνευ συναινέσεως στους ώμους σας σας φόρτωσε;

δείτε ακόμα το αυτάρεσκο χάιδεμα του προσώπου της δικαστού

επιτρέπεται ο δημόσιος βαυκαλισμός· απαγορεύεται επί ποινή ο ιδιωτικός αυνανισμός

κοιτάξτε γύρω τα μεγάλα φωτεινά παράθυρα

για δείτε πώς με σιδερόβεργες οριζοντίως και καθέτως βιάζεται νομίμως η ομορφιά τους

ξέρετε πως των χαρτοπαικτών οι λέσχες παράθυρα δεν έχουνε ποτέ

ώστε επιθυμία για φυγή στους δύστυχους της ατυχίας λάτρεις ποτέ να μην γεννιέται;

εν μέσω της δικαστικής αιθούσης αντιθέτως επιδιώκουν οι εξουσιαστές

μοναδική επιθυμία θύτη θύματος και μάρτυρα η ηρωική έξοδος να αποτελεί

και τέλος αναρωτηθείτε

αν άραγε τα ακροατήρια είναι πάντοτε ψηλοτάβανα

προκειμένου των υπηρετών της θέμιδος το ανύπαρκτο πανύψηλο ανάστημα εντός τους να χωράει

φάλαγγα

66253_4259158756231_1502757330_n

 

μου ‘πες κάποτε
νομίζω ξημέρωμα ήτανε όπως πάντα
μια ιστορία πέρα ως πέρα ψεύτικη
τι είναι ο έρωτας
ένα πλάσμα που ζει στον ουρανό
κι αν ο ουρανός είναι η γη;
έρωτας ή γλάρος το χαμένο όνειρο μιας ζωής
λοιπόν θυμάμαι εκείνη την ιστορία απόψε
τίποτα τίποτα δεν έμεινε πια
ούτε πουλιά ούτε ουρανός ούτε καν βροχή
περπατάω με το στόμα γερμένο
ένα ηλιοβασίλεμα μόνιμο γεννήθηκε μέσα μου
ο ήλιος θα πεθάνει όταν του απαγορέψουν να ανατέλλει κάθε τόσο
ο έρωτας θα πεθάνει όταν σταματήσουν να τον υμνούν
οι οικοδόμοι ποιητές
οι καταραμένες γυναίκες
οι μάγισσες που αποφύγαν τη φωτιά με μαγεία κατασκότεινη
μου ‘πες λοιπόν πως ο έρωτας ζει για πάντα
όταν φύγουμε μεις
όταν τελειώσει η γη
όταν πνιγούν οι πόλεμοι στο αίμα των αφεντικών μας
θυμάμαι εκείνο το ξημέρωμα
κοιτάζαμε με αγωνία το παράθυρο
λες να μην ξημερώσει απόψε
λες να μην έρθει το αύριο
ο έρωτας ξέρεις δεν δένει τα κορμιά
τα κορμιά είναι γεφύρια
αλλά τα μυαλά είναι που μας καταδικάζουν
σε ισόβια φάλαγγα
φαγούρα μέσα στο στέρνο
και βίαιο κόψιμο του ομφάλιου λώρου
δεν θυμάμαι το τέλος της ιστορίας σου
η ασφάλεια της φωνής με βύθισε σε ύπνο
ξέρεις, είναι εκείνος που νίκησε την αϋπνία
ξέρω όμως με σιγουριά
ότι εκείνο το πρωί ο ήλιος ξανάρθε στην πόλη μας
και τότε σιγουρευτήκαμε
πως ο κόσμος δεν θα τελειώσει
προτού εγώ κι εσύ
να νικήσουμε το χρόνο

μάγισσες

στάσου
να σταθούμε εδώ μια στιγμή
να κοιτάξουμε τον ήλιο με βλέφαρα κατεβασμένα από την αϋπνία
να κάνουμε ορθοπεταλιά σε κατήφορο τα όνειρα που κάναμε πριν από δεκαπέντε χρόνια
να κουβεντιάζουμε έξω από μια νάιλον σκηνή για τα χρόνια που αντρωθήκαμε μαζί
να μας τσιμπάνε οι τσούχτρες και να ξέρουμε ότι το κατούρημα είναι η μόνη λύση
-κατούρα τους δεν αξίζουν τίποτα παραπάνω-

στάσου για μια στιγμή
να σου πω ένα τραγούδι που ακούγεται τις νύχτες μέσα στις βάρκες των ψαράδων
των ψαράδων που ζούνε σαν αμφίβια μα τρέμουν τη φωτιά
να αναβοσβήνει το καλάμι μας τη νύχτα
-σημάδι πως δεν πιάσαμε απολύτως τίποτα κι απόψε-
να απαντάμε με θράσος πως εδώ ρε δεν πεθάναμε από έρωτα θα πεθάνουμε από πείνα
να ξέρουμε με βεβαιότητα εφηβική πως πάλι όλα λάθος θα τα κάνουμε
να γελάνε τα μουστάκια μας με τους διπλανούς που ζηλέψαν τις κονσέρβες μας
να ταΐζουμε τα σκυλιά της παραλίας σαρδέλα
κι εκείνα να αναρωτιούνται αν την ώρα που τρώνε ψάρι γίνονται κανίβαλοι
να θυμόμαστε κάτι διακοπές παλιές όλο ουρλιαχτό και έρωτα
κι ύστερα να μας παίρνει ο ύπνος στην ασφάλεια των αγνώστων

στάσου ακόμα μια στιγμή
να υμνήσουμε τον έρωτα που νίκησε τα στεφάνια τις κορδέλες τους ναούς και τα προικώα
-μόνο εκείνη η δοξασία μονά κουφέτα μέσα σε κάθε τούλι στέκει αήττητη εμπρός μας-
να παίξουμε παιχνίδι γνώσεων -είκοσι χρόνια σε παρακαλάω-
πρωτεύουσα της ξενοιασιάς
πολίτευμα της θάλασσας
ηγέτης του αντάρτικου
χρώμα του άδικα χυμένου αίματος
ποιος έβαλε το νικητήριο γκολ ο τσε ή ο φιντέλ

κι ύστερα στην επιστροφή κοίτα πώς μας τυφλώνουνε τα φώτα του πολιτισμού
κι ύστερα στην επιστροφή κοίτα πώς μας πληγώνουνε οι οδηγοί που αποδειχτήκανε πιο μάγκες από μας
λωρίδα εκτάκτου ανάγκης μόνο για έξυπνους
-ρατσιστική εθνική οδός κι εμείς ακόμα τους πληρώνουμε διόδια-

κι εμείς να κουβεντιάζουμε τι λάθος κάνουμε
να οργανώσουμε την τάξη μας μου είπες
την ώρα που τινάζαμε το αλάτι απ’ τα μαλλιά μας
αφήσαμε το ιώδιο να δράσει λίγο ακόμα
-σε τούτο τον περίπατο δίχως κρυφές πληγές να φτάσουμε θελήσαμε-

κι όταν αργά τη νύχτα φτάσαμε πίσω στην πόλη των δελτάδων
είπες ας αναβάλουμε για απόψε την ομαδική καύση αισιοδοξίας
ίσως μια μέρα καταφέρουμε δίπλα στις θάλασσες ή δίπλα σε πλατάνια να γεννάμε
κι είπα κι εγώ ας αναβάλουμε για φέτος τον εκούσιο θάνατο
και με ένα στίχο του καρούζου αποφασίσαμε από κοινού
πως με μαγεία πάλλευκη
την απαλλοτρίωση των εφηβικών χρωμάτων θα ακυρώσουμε

τω υπερμάχω

το πεπερασμένο της ζωής μας οδηγεί σε σταυροδρόμια
δεν χωράνε όλα μέσα σε μια παρτίδα
κι έτσι άλλοι πίνουν
άλλοι κυβερνάνε
άλλοι αγαπιούνται
και άλλοι αγαπάνε

 

δεν προλαβαίνω να χωρέσω μέσα σε δυο τρεις τέσσερις σελίδες
μία πλημμύρα του μυαλού αλλιώτικη απ’ τις άλλες
το βλέμμα που θαρρείς πως δεν κοιτάζει πουθενά
είναι του ανθρώπου εκείνου που μέσα από την παρατήρηση έγινε σοφός

λοιπόν, στα κράσπεδα του άστεως των φτωχών
περιπλανήθηκα όλο τούτο το μαρτιάτικο πρωί
ανακριτής ο ήλιος μου και εφέσιμη η ποινή μου
άλλοτε βέβαια τα πεζοδρόμια ήσαν πιο φιλόξενα
-κι αν δηλαδή το δέρμα μου ήταν μελαμψό
τι θα άλλαζε σε μένα-
πάντως εγώ
ακροβατώντας επιδεικτικά ανάμεσα στους επιβήτορες του κρατικού μηχανισμού
και στους θεούς μου που εντός ναού δεν θα τους βρεις
-στέκονται αγαλματένιοι στις πλατείες·
περιστερώνες ιδεών-
απεγνωσμένες έστειλα στα σύννεφα ευχές
να ερωτοτροπήσουν λίγο ακόμα με τις στάλες της βροχής
μέχρι ο ηλιάτορας συμπέρασμα να βγάλει
αν πρέπει έγκλειστη κάπου να ζω
-τι κλινική τι φυλακή· τα κάγκελα είναι που πονάνε-
ή μήπως λόγω ανέντιμου προτέρου βίου
θα συνεχίσω το περπάτημα στα άστη και στα πέριξ
θα τυραννώ τον έρωτα κι ας ζω με την ελπίδα
πως η επιστήμη κάποτε το φάρμακο θα δώσει
με ένα χαπάκι μαγικό να μην ξαναρρωστήσω
να γίνει ο έρωτας ζωή· να μην με κρεβατώνει

απόψε ξέρεις, οι χριστιανοί σε εκκλησία θα μπούνε
της θεοτόκου οι χαιρετισμοί θε να τους ανυψώσουν
μα εγώ κοντράρω το θεό και ανάποδα ρωτάω
πότε τους αποχαιρετισμούς οι άνθρωποι θα αντέξουν

 

 

όταν οι εραστές βρουν έναν τρόπο
το τραύμα του αποχαιρετισμού
αναίμακτα να ζούνε
τότε ο έρωτας θα ‘χει
το θάνατο αναμφιβόλως
δια παντός νικήσει