sine_lege

μας εξαπάτησαν οι εγκλίσεις

Ετικέτα: σοσιαλισμός

ζωή, λευτεριά και τιμή του λαού, Εσύ

σκέφτομαι πως αυτά τα τρία συστατικά πρέπει να έχει η ζωή:
το Μεγάλο, το Ωραίο και το Συγκλονιστικό.
το Μεγάλο είναι να βρίσκεσαι μέσα στην Πάλη για μια Καλύτερη Ζωή. όποιος δεν το κάνει σέρνεται πίσω από τη ζωή.
το Ωραίο είναι καθετί που στολίζει τη ζωή. η Μουσική, τα Λουλούδια, η Ποίηση. το Συγκλονιστικό είναι η Αγάπη.

Νίκος Μπελογιάννης

μπελογιάννης

Μη φοβάσαι. Κοίτα ψηλά. Σήκωσε το κεφάλι, τι είναι και το αυχενικό νομίζεις, σύνδρομο του μυαλού και όχι του κορμιού, κοίτα ψηλά, όλοι τον ίδιο ουρανό κοιτάζουμε κι όλοι στο ίδιο χώμα περπατάμε, σκοτωνόμαστε, μας θάβουνε κι ύστερα από χρόνια μας ξανανοίγουν το λάκκο για να περισυλλέξουνε λέει τα οστά μας, να τα πλύνουνε, να τα βάλουνε σ’ ένα κουτί και ν’ αναπαυτεί η ψυχή μας. Μόνο που τα χώματα τούτης της γης δεν παίρνουνε πια άλλους νεκρούς, διαμαρτύρονται οι νεκροθάφτες, μην πεθαίνετε άλλο πια γιατί δεν έχουμε πού να σας βάζουμε, η γη σας δεν σας δέχεται άλλο, δεν λιώνουν τα κορμιά σας αδέρφια, τα σκουλήκια που κάποτε κάνανε τούτη τη δουλειά βγήκανε από το χώμα και καθίσανε στο σβέρκο σας, από γαιοσκώληκες γίνανε άρχοντες του τόπου, και διόλου δεν τους νοιάζει πώς πεθαίνετε πια, δεν πα’ να πέφτετε από ταράτσες, από γεφύρια, δεν πα’ να σας κόβεται το νήμα γιατί δεν έχετε λεφτά για τα φάρμακα, εξάλλου ούτε καν ο καρκίνος δεν θεωρείται κατάσταση επείγουσα παρά μόνο στα τελευταία του στάδια, αλήθεια σου λέω, το είπε εκείνος που καμώνεται τον μεταρρυθμιστή του ευρωπαϊκού οράματος, στην πραγματικότητα είναι ένα τόσο μικρό ανθρωπάκι, τόσο αδύναμο, τόσο κενό μέσα του, φέρετρο που ούτε νεκρό κουφάρι δεν αξιώθηκε να δει, φέρετρο που έμεινε στ’ απούλητα του νεκροθάφτη.

Πάλι σε πολυλόγησα με τα δικά μου, ήθελα να σου πω απλά πως αν σήμερα κοιτάξεις ψηλά στον ουρανό θα δεις πέταλα από κατακόκκινα γαρύφαλλα να στροβιλίζονται μαζί με την ανοιξιάτικη γύρη. Ένας κόσμος γεμάτος γαρύφαλλα και οράματα. Για το δίκαιο, για το όμορφο, για το ερωτικό, για το ευωδιαστό. Κι εγώ κοιμήθηκα σχεδόν ξημερώματα, είδα στον ύπνο μου πως απόψε θα βγούμε στους δρόμους όλοι με κόκκινα γαρύφαλλα στο πέτο και τη ζωγραφιά του Πικάσο στο χέρι. Πολιτιστική επανάσταση. Γαμημένη πολιτιστική επανάσταση.

Μα όταν ξύπνησα, από τα μεγάφωνα της πόλης ακούγονταν απειλητικά μηνύματα, εγώ γεννήθηκα αντικομμουνιστής και έτσι θα πεθάνω, ποιοι είσαστε εσείς ρε διακόσιοι της Καισαριανής, ποιοι κι εσείς οι τετρακόσιοι της Κοκκινιάς, ποιοι είσαστε, κάτσατε ποτέ σε θώκους, αγγίξατε ποτέ δρύινα γραφεία, γευτήκατε ποτέ την αλητεία, την ψευτιά, νιώσατε την εξουσία να σας φουσκώνει τα παντελόνια με δήθεν ανδρισμό; Εξαφανιστείτε πια από τη γη, από τη χώρα, από το σύμπαν, δεν θέλουμε Ανθρώπους, εμείς τους Ανθρώπους τους ρίχνουμε στο χώμα άψυχους ξημερώματα Κυριακής, κανείς να μην προλάβει να αντιδράσει, να πεθάνουν όλοι όσοι δώσανε κάποτε ελπίδα και πνοή στον τόπο, να βυθιστούν όλοι στην απελπισία, έχουμε βρει το κόλπο πια, αυχενικό και άγιος ο θεός, έχουμε σπείρει στους ανθρώπους σπασμένους αυχένες, να μην σηκώνουν κεφάλι, να μην αναπνέουν παρά πάνω από όσο τους επιτρέπει η τσέπη τους, οι ανάσες γίνανε πια κερμάτινες, οι αγάπες επί πληρωμή, η ελευθερία θάφτηκε κάπου βαθιά στη γη, κερδίσαμε σας λέω, εμείς, οι άψυχοι, οι κούφιοι, τα κενοτάφια, οι απάνθρωποι, οι αδάκρυτοι, ποια λουλούδια και ποια ποίηση, ένα κι ένα κάνουν δύο, τίποτα άλλο δεν μετράει πια, χάσατε.

Από το πρωί αυτά ακούγονται απ’ άκρη σ’ άκρη στη μικρή χώρα με τη μνήμη χρυσόψαρου. Κι ο κόσμος φοβήθηκε. Φοβηθήκαμε να ζήσουμε, μ’ ακούς; Έφτασα σχεδόν τριάντα και είμαι στην πραγματικότητα ογδόντα. Η γενιά μου είναι οι πεθαμένοι των ξερονησιών, οι σακάτηδες που γυρίσανε από τη Μακρόνησο, οι ανώνυμοι του προαύλιου χώρου του Πολυτεχνείου, οι συμφοιτητές του Πέτρουλα, οι φίλοι του Φύσσα, οι Λαμπράκηδες, οι εικοσάρηδες πια φίλοι του Αλέξη που κάψανε την πόλη της ανανδρίας μοιράζοντας οργασμούς στο διάβα τους, οι μαθητές του Τεμπονέρα που κλάψανε το δάσκαλό τους σαν πατέρα τους, η γενιά μου είναι τα ποιήματα που έγραφε ο Ρίτσος στην εξορία, είναι τα ποιήματα του Αλέκου τα γραμμένα με το ίδιο του το αίμα μέσα στο κελί της απομόνωσης, η γενιά μου είσαστε όλοι εσείς που κλαίτε αν δείτε πολύχρωμη πεταλούδα να πετάει κάπου στον Περισσό, η οικογένειά μου είναι όλο το κορμί του Κοροβέση που του το τσακίσανε στις ταράτσες και στα υπόγεια, το στόμα μου ανοίγει και μιλάει τη γλώσσα του Άρη σε κείνο το μπαλκόνι στη Λαμία, τα έχω μπερδεμένα μέσα μου θα μου πεις, αλλά ίσως και όχι, θέλω να κάνω την ασφυξία μου δώρο στους βιαστές μου, αυτοί να πεθάνουνε από βέβαιο πνιγμό, εγώ να ζήσω, να παλέψω, να χάσω και να κερδίσω, να ερωτευτώ και να με ερωτευτούν, εγώ να βγω στους δρόμους και να βροντοφωνάξω τις σιωπές μου, εγώ να συναντήσω όλους εσάς πίσω από τις οθόνες σας, τα δάκρυά μου εξατμίζονται μόλις πέφτουν πάνω στο άψυχο πληκτρολόγιο, τα δάκρυα βλέπεις θέλουν ανθρώπινο ώμο για να πέσουν και να δώσουνε ζωή.

– Νίκο, ήρθε η ώρα.

– Πάμε για καθαρό αέρα ε;

Και ύστερα ένα χαμόγελο γλυκόπικρο. Χαμόγελο Αθανασίας. Τι να μας πει ο θάνατος, όταν ο αγώνας για ζωή και ελευθερία είναι πάντα παρών; Νίκησες. Νίκησες για πάντα. Κέρδισες τη λήθη, το θάνατο, το φασισμό, νίκησες γιατί στάθηκες ορθός, έτσι μόνο αξίζει να πεθάνει ένας Άνθρωπος, για να ζήσει για πάντα μέσα μας, τα παιδιά που θα γεννήσουμε θα είναι τα δικά σου παιδιά, οι στροφές των τραγουδιών θα είναι για πάντα λεύτερες, θέλω να σου υποσχεθώ ότι κάθε χρόνο τέτοια μέρα θα στήνουμε γλέντι. Θα χορεύουμε στητοί και αγέρωχοι, θα τραγουδάμε κόκκινα τραγούδια, κόκκινο το αίμα των ηρώων μας, των αγίων μας, των που δεν γονατίσανε ποτέ, που στηθήκανε απέναντι από την αδικία με ασπίδα την Ανθρωπιά.

Θέλω να σου υποσχεθώ πως θα σηκωθούμε. Ο λήθαργος είναι για όσους ζουν ήδη νεκροί. Μα εμάς τα στήθη μας θα σπάσουνε από ζωή. Θέλουμε να ζήσουμε. Και θα ζήσουμε. Το αστέρι το δικό μας είναι τα λόγια σου. Καλή αντάμωση στις σελίδες της Ιστορίας που δεν γράφτηκαν ποτέ σε χαρτί, καλή αντάμωση στην Ιστορία που γράφουν οι κατακόκκινες καρδιές.

Σύντροφε, σήκωσε το κεφάλι σου λέω. Τα γαρύφαλλα πετάνε παντού τριγύρω μας. Ξέρεις τι είναι η άνοιξη στ’ αλήθεια; Είναι η Επανάσταση της ζωής. Σπάσε τους αυχένες των βιαστών σου. Ζήσε.

Σ’ ευχαριστώ, Σύντροφε, άγιε και θεέ μου.

Αθάνατος.

απετάξω τον αύγουστο

πουλάω κοσμήματα πάνω στο κράσπεδο
ξεπουλάω υπάρχοντα στους δρόμους
οι ποδηλάτες δεν με βλέπουν καν
ποδοπατάνε τα οικογενειακά μου κειμήλια

τα φώτα του αυγούστου με τυφλώνουν
μα εγώ πουλάω
πουλάω σωρηδόν
εξασφαλίζω ανάσες
υπογράφοντας δικαιοπραξίες υποσχετικές
υπόσχομαι
πως ό,τι στα χρόνια που μέλλει να ‘ρθουνε
ό,τι
οτιδήποτε σου λέω
θα σας το ξεπουλήσω
ζωή και τιμή και αντεθνική υπερηφάνεια
θα τα μεταβιβάσω
θυσία εκτελώντας
στο βωμό του πατριωτικού τουρισμού

όταν η νύχτα ξημερώσει
άπαντα τα υπάρχοντά μου έχουνε δοθεί μισοτιμής
στα κορίτσια με τις ανταυγίζουσες αλογοουρές
που πιάσανε το συνοδό τους από το χέρι
και δια της ερωτικής βίας τον σύρανε στο νησί μου
κακή συνήθεια οι αντωνυμίες που κτήση δηλώνουν κύριε καθηγητά

σου έλεγα ότι με το ξημέρωμα της παλλαϊκής αργίας
της κοιμήσεως της ανύπανδρης μαρίας
στα χρόνια μου βλέπεις οι αιμάτινες απεργίες από αργίες βουλιμικής κατάνυξης αντικαταστάθηκαν
ο πάγκος μου αδειάζει
έδωσα πια ό,τι είχα
ξεπούλησα τα πάντα
καλοκαίρια και χειμώνες και ακτίνες του ήλιου
και υποθαλάσσιους υδρογονάνθρακες που πάνω σε μυθικούς ιππόκαμπους
για τις χώρες του δύοντος ηλίου ταξιδεύουνε
έναν τόπο ολόκληρο ξεπούλησα
σε κείνα τα αγόρια με το τατουάζ του Τσε ακριβώς πάνω στον καλογυμνασμένο βραχιόνιο μυ
αλήθεια σε ρωτάω κάθε αύγουστο και απάντηση δεν παίρνω
γιατί του Άρη τη ζωή δεν μας μάθανε ποτέ οι δάσκαλοι

ξημερώνει σεπτέμβρης
ο μήνας που πάντα γρήγορα έρχεται κι ύστερα πάντοτε ξεχνά να αποχωρήσει
ξημερώνει φθινόπωρο λέω
και ήρθε πια ο καιρός τον πάγκο του ξεπουλήματός μου να μαζέψω
θα ζήσω τον χειμώνα μου
τρώγοντας περήφανες συμφωνίες σωτηρίας

μια μόνο απέλπιδα ερώτηση μομφής και δυσπιστίας σε όλους σας απευθύνω

γιατί φορώντας το ρούχο του σοσιαλισμού
τις σάρκες μου σταυρώσατε
και στον αιώνιο χειμώνα των τραπεζών με καταδικάσατε;

λεφτεριά, η*

θέλω να γίνω κανονική. θέλω να είμαι κανονική. θέλω να χωρέσω κάπου κι εγώ. να βουλιάξω στον καναπέ. να παρακολουθήσω τρία σήριαλ αυτή τη χρονιά. θέλω να μάθω μαθηματικά. πάλι. αφαίρεση αφαίμαξη άφεση. θέλω να χωρέσω σε μια καρέκλα γραφείου επιτέλους. θέλω να καπνίσω γυναικεία τσιγάρα. θέλω να φωτογραφίζομαι πίσω από το λευκό μου κρασί. μπροστά από το κόκκινο κραγιόν μου. θέλω να νοικιάσω ένα νυφικό γεμάτο πέρλες. να σε νοικιάσω κι εσένα και να σου δώσω για εγγύηση την αγάπη μου. να σε σύρω στην φαρμακολύτρια ενώπιον ψαλτάδων και να σου πατήσω το πόδι την κατάλληλη στιγμή. κι ύστερα στου παιδιού μου τη χαρά έσφαξα ένα κοτέτσι ολόκληρο. θέλω να σας κοιτάζω να σφάζετε κόκορες. θέλω να ζήσω κανονικά. θέλω να οδηγήσω ένα καινούριο μεταχειρισμένο αμάξι με υδραυλικό τιμόνι. θέλω να ανήκω κάπου μαζί σας. να μιλάμε για τα ίδια πράγματα. να κλαίμε με τις βαριές ταινίες. τις ακαταλαβίστικες. να έχω τις αγωνίες σας. θέλω να συζητάω ήρεμα για το ποτάμι του μπόμπολα. να μην μου τινάζονται οι φλέβες στο πρόσωπο. γυναίκα είμαι, τι στο διάολο ασχολούμαι. θέλω να μην με λέτε σκληροπυρηνική. θέλω να ξεσπάω οδηγώντας. να γράφω ποιήματα για την ικαρία. κανένα μακρονήσι. καμία λαμπεντούζα. να κλαίω για τα παιδιά στην αφρική, στη σρι λάνκα, στη συρία. μέχρι να πατήσουν το πόδι τους εδώ τα κωλόπαιδα. θέλω μετά να με ενοχλούν. θέλω να αποδεχτώ τον βορίδη. θέλω να ονειρεύομαι τον τσίπρα πρωθυπουργό. θέλω να αρκούμαι. να ψάξω για γαμπρό με σπίτι και αμάξι. να μην με νοιάζει κανένα ηλίθιο όνειρο. να ονειρεύομαι τις νύχτες και όχι όταν περπατάω στο δρόμο. μαλακισμένες ονειρώξεις. να βλέπω δόντια να μου πέφτουν και μωρά να γεννιούνται. όνειρα κανονικά. με κούρασα πια. θέλω να μην είχες πεθάνει δύο μέρες μετά τα χριστούγεννα. με έπνιξα. δεν ανήκω πουθενά. είμαι τόσο μόνη όσο και ένας πεθαμένος. θέλω να με πληγώνει μόνο ο θάνατος. θέλω να ανάβω ένα κερί στην εκκλησία. θέλω να φοράω κολλητά παντελόνια. θέλω να δείχνω το στήθος μου. γυναίκα είμαι ρε αδελφέ. θέλω να σφυρίζω μόρτικα. να με καίει μόνο πόσα έχω στο πορτοφόλι μου. θέλω να πεταρίζω τα βλέφαρά μου με θηλυπρέπεια. θέλω να δακρύζω όταν ακούω τον εθνικό ύμνο. θέλω να γίνω κανονική. θέλω να ζήσω κανονικά. θέλω να βρω μια γωνιά να πεθάνω ήσυχα. θέλω να με καταθλίβουν οι γιορτές. θέλω να μην γεμίζω με άγρια χαρά για ό,τι καινούριο έρχεται. θέλω να διαβάζω με ψυχραιμία τις ειδήσεις. να μην με νοιάζει ο διπλανός. θέλω να αγαπήσω αυτή τη χώρα. θέλω να αγαπήσω τις βρώμικες θάλασσες της αττικής. θέλω να ξεχάσω τα πράσινα νερά του νησιού για πάντα. θέλω να ζήσω κανονικά. να μην ξαναγράψω. γράφω τα ίδια και τα ίδια. νόμιζα πως θα νικήσω τον καρκίνο με το γράψιμο. πως θα διώξω τα κονδυλώματα. πως θα ηττηθούν τα πνευμονικά οιδήματα. νόμιζα πως σώπα, όπου να ‘ναι θα σημάνουν οι καμπάνες. πολιτιστική επανάσταση. γαμημένε σοσιαλισμέ. θέλω να πηγαίνω μέχρι το σούνιο. όχι στο λαύριο. ποτέ ξανά στο λαύριο. ποτέ, μ’ ακούς; να θαυμάζω τους αρχαίους ναούς. όχι τα σύγχρονα νεκροταφεία. θέλω να με ραίνουν με γαρύφαλλα από νεκροταφεία την ώρα που θα χορεύω ζεϊμπέκικο. να ‘χω βγάλει τις γόβες μου. κι αυτό να είναι η επανάστασή μου. με κούρασα. θέλω να πατήσω στη γη και να μην ξανακουνηθώ ποτέ. ρεαλισμός. θέλω να ζήσω παρέα με τα απρόσωπα ρήματα. θέλω να γίνω ένα απαρέμφατο. να ζήσω μια ζωή κλεισμένη μέσα σε μια μετοχή παθητικής φωνής. να παθαίνω ζημιές. να είμαι το θύμα του συστήματος. να μην φταίω ποτέ για τίποτα. θέλω να μην σε είχα ερωτευτεί. να δίνω λεφτά σε πέντε ασφαλιστικές εταιρείες για παν ενδεχόμενο και πάλι να νιώθω ανασφάλεια.

θέλω να ζήσω κανονικά. αναίμακτα. βολικά. τραγανά.

ζήτω η κανονικότητα ρε κουφάλες*

πασών των θαλασσών

στων νικημένων το νησί
γλεντώντας σιωπηλά
στων νικημένων τη γιορτή
γλεντώντας κάθε βράδυ σιωπηλά

χάρης και πάνος κατσιμίχας

η αλλαγή ρότας
από την πόλη των πάντα δυσάρεστων εξελίξεων
στο νησί του σιορ αντρίκου
μοιάζει με τη μεταφορά του κορμιού σου
διαμελισμένου
μέσα σε πλαστική σακούλα σκουπιδιών
− και η ειρωνεία είναι πως τη διάλεξες εσύ αυτή τη μεταφορά −
θυμάμαι τα ποιήματα των από καιρό πεθαμένων
κομμουνιστών ποιητών
που τα διάβαζα όταν η καρδιά μου ήταν ακόμα άκοπη
θυμάμαι λοιπόν που διάβαζα
για τον υπέροχο ίλιγγο
της αναμενόμενης πτώσης
− κι εγώ είχα ξέρετε πάντα πρόβλημα με το στομαχικό ίλιγγο −
και στ’ αλήθεια δεν ξέρω τι με τρομάζει πιο πολύ
οι φιδίσιοι δρόμοι που κατατρώνε τα σωθικά των βουνών
τα άκακα φίδια που εμφανίζονται στον κήπο
ή μήπως το μήλο που άδικα κατηγορήθηκε
για τους χυμούς του
από τους πρωθιερείς σας

την πρώτη μέρα που ξύπνησα εδώ
ήρθε και κάθισε κοντά μου ο εκπεσών άγγελος
μα τα χρόνια μας με κάνανε τόσο ρηχή
που του αστειεύτηκα με ύφος τηλεπαρουσιαστή
της κυβερνητικής τηλεόρασης της προπαγάνδας
ξέρεις άγγελε, το μόνο που με νοιάζει να εκπέσει
είναι ο φόρος μου
χαμογέλασε
τα ούλα του κατακόκκινα από τη μοναξιά
τα μάτια του γεμάτα ρυτίδες
ύστερα δάγκωσε το μήλο που του πρόσφερα
και καταδύθηκε μέσα σε μια από τις ρωγμές
που χάρισε στον τόπο ο εγκέλαδος

την πρώτη μέρα που ξύπνησα εδώ
φύτρωσε μέσα μου η μέκκα
ξημέρωσε το ραμαζάνι
και σας ορκίζομαι πως άκουσα τον ιμάμη
να παρακαλάει κλαίγοντας το θεό του
να μη δείξει έλεος στην ανθρωπότητα

την πρώτη μέρα που ξύπνησα εδώ
έφτιαξα τούρκικο καφέ στον βούδα
έκλαιγε ανήσυχος όλη τη νύχτα έξω από το παράθυρό μου
γιατί τον ανάγκασαν
με χρήση εκλεπτυσμένων ψυχολογικών βασανιστηρίων
να καταδικάσει τη βία
αγκάλιασα τα ιδρωμένα του μπράτσα
και τον ρώτησα με έναν ανεπαίσθητο λυγμό στη χροιά
τι είδους ασθένειες κυκλοφορούν στο γάγγη
κι εκείνος τότε
πράος
μου είπε να παραμείνω ψύχραιμη
γιατί στο τέλος έρχεται για όλους μας ο θάνατος

ο σοσιαλισμός που ονειρευτήκαμε ήταν μια απάτη
γιατί έρχεται μόνο μετά θάνατον
τότε μόνο θα σταθούμε όλοι όρθιοι και ισότιμοι
− επιτέλους −

την πρώτη νύχτα που ξημερώθηκα εδώ
έλαβε χώρα το τέλος πασών των θρησκειών
αλλά όχι των θαλασσών
κάθε που στρίβω στο στενό λοιπόν
χαιρετάω την ονομασία της οδού
οδός νίκου καββαδία
στα νησιά ξέρετε νιώθουμε όλοι
κόρες και γιοι των ναυτικών
κι ας είδαμε θάλασσα να κλαίει
για πρώτη φορά
στα δεκαεφτά μας

persona non grata

[η επιστολή δημοσιεύεται όπως έφτασε στο mail, με μόνο ορθογραφικές διορθώσεις]

 

Αγαπητέ Πρωθυπουργέ,

όχι εσείς καλέ, ο άλλος, ο νέος, ο ορμητικός.

Αγαπητέ κύριε μελλοντικέ Πρωθυπουργέ, θα ήθελα με όλο το θάρρος να σας εκφράσω την πλήρη απογοήτευσή μου για τα όσα παρακολουθώ να λαμβάνουν χώρα τον τελευταίο καιρό εντός των κόλπων του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Επιτρέψατέ μου, κύριε μελλοντικέ Πρωθυπουργέ, πρωτίστως μια μικρή υποκειμενική ανασκόπηση των τελευταίων χρόνων. Μάιος του 2012. Τρομοκρατία εντός και εκτός της χώρας. Άμα βγει ο Σύριζα θα βγούνε οι άπλυτοι με τα κονσερβοκούτια στους δρόμους και θα μας σφάξουν ζωντανούς αδέρφια, μια περίληψη του τι έλεγαν τα κανάλια, τα ενημερωτικά sites και φυσικά οι εφημερίδες. Ταυτόχρονα, οι Ευρωπαίοι απειλούσαν ανοιχτά πως σε περίπτωση που ο λαός διαπράξει το λάθος και δεν στηρίξει τους μνημονιακούς, μαύρες μέρες τον περιμένουν, χωρίς πετρέλαιο, χωρίς γάλα, χωρίς δουλειά, χωρίς μέλλον. Εν ολίγοις, το χάος ante portas. Ταυτόχρονα, ανθρωπίδια σε μορφή αμοιβάδας βγήκαν από τα καβούκια τους και εξεδήλωσαν περήφανα την αγάπη τους για το ναζισμό, τα Τάγματα Ασφαλείας, το θάνατο, τη μισαλλοδοξία και το ρατσισμό. Κατέλαβαν γειτονιές και πλατείες και έσπειραν το φόβο σε όλους όσοι υπολογίζουν την ανθρώπινη ζωή ως αξία πρωτεύουσα, αυθύπαρκτη και ανεξάρτητη από καταγωγή, γλώσσα, χρώμα δέρματος και λοιπές άχρηστες πληροφορίες.

Σαφώς τα ξέρετε όλα αυτά, μην σας σπαταλώ τον πολύτιμο χρόνο σας. Οι εκλογές ήλθαν, είδαν και απήλθαν, οι υποστηρικτές των φιλελεύθερων μνημονιακών πολιτικών της Ευρώπης των λαών (sic) κέρδισαν με διαφορά στήθους, και η χώρα τράβηξε ξανά τον ανήφορο, αποφεύγοντας τους σκοπέλους της άτακτης χρεωκοπίας, της επιστροφής στη δραχμή και της ευρωπαϊκής απομόνωσης.

Ο λαός ανακουφισμένος πια από την απαλλαγή του από τις βάναυσες αριστερές πολιτικές παρακολούθησε τη ζωή του να ρημάζεται κυριολεκτικά, καθώς οδηγήθηκαν σε βίαιη αποψίλωση ατομικά συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα, όπως αυτά της κατοικίας, της συνάθροισης, της εργασίας, της παιδείας και της υγείας. Η ανεργία ομοιάζει με στύση πορνοστάρ καθώς βρίσκεται μόνιμα σε ανοδική πορεία, οι νέοι αποδημούν στο εξωτερικό στελεχώνοντας την καινούρια περήφανη γενιά των γκασταρμπάιτερς, οι αυτοκτονίες αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο, οι αγωνιστές διώκονται, οι διαμαρτυρίες αποσιωπούνται, οι πορείες και οι διαδηλώσεις απαγορεύονται κάθε τόσο με απλές εγκυκλίους της Αστυνομίας, οι καθηγητές καίγονται στην πυρά σαν μεσαιωνικές μάγισσες, τα Πανεπιστήμια ερημώνουν, τα νοσοκομεία προσφέρουν υπηρεσίες μόνο επί πληρωμή, οι γιατροί εξωθούνται στις μαύρες δοσοληψίες, τα σκάνδαλα των κεφαλαιοκρατών που κάθε τόσο αποκαλύπτονται δεν συγκινούν κανέναν, οι φασίστες βγήκαν παγανιά και μαχαιρώνουν, ο Φύσσας ζει, τσακίστε τους ναζί, οι Υπουργοί της Κυβερνήσεως κάνουν κάθε τόσο δηλώσεις πιστά αντίγραφα των όσων ο Υπουργός Προπαγάνδας της χιτλερικής Γερμανίας είχε κατά καιρούς πει, στα σύνορα της χώρας οι λιμενικοί πνίγουν ανθρώπους που έρχονται από την Ασία προκειμένου να επιβιώσουν, με σαφείς εντολές της Ελληνικής Κυβερνήσεως, οι αστυνομικοί φοράνε άλλοτε μαύρες μπλούζες με μαιάνδρους κι άλλοτε στολές και βαράνε στο ψαχνό, δεν κουνιέται φύλλο, λαέ δέρνουν τα παιδιά σου και κάθεσαι και ακούς τον Πρετεντέρη, τα Μ.Μ.Ε. δίνουν την ύστατη μάχη προκειμένου να μην χαθούν τα αμέτρητα προνόμια των καναλαρχών και ταυτοχρόνως εργολάβων του Δημοσίου, κάπως έτσι κυλά η καθημερινότητά μας αγαπητέ μελλοντικέ Πρωθυπουργέ, τα ξέρετε, άλλωστε κι εσείς εδώ σ’ αυτή τη χώρα που μετατράπηκε σε εφιάλτη ζείτε.

Και τώρα;

Τώρα που οι ελπίδες και τα κουράγια όσων έχουν το θράσος να ζουν ακόμα εδώ και να ελπίζουν όσο πάνε και λιγοστεύουν, τώρα πλησιάζουν οι πολυπόθητες εκλογές. Αν θέλετε τη γνώμη μου, ίσως τώρα πια να είναι πολύ αργά. Ίσως πέρασε το χρονικό σημείο, κατά το οποίο μπορείς ακόμα να σώσεις όποιον έπεσε μέσα στο βούρκο, και το μόνο που μας απομένει να είναι να μας παρακολουθήσουμε να βουλιάζουμε στο βούρκο με τις ακαθαρσίες. Αλλά ίσως εγώ να έχω απολέσει κάθε ελπίδα και τα πράγματα να μην είναι έτσι. Ίσως να μην είναι αργά. Ίσως να υπάρχει ακόμα η δυνατότητα να διώξουμε το σκοτάδι και το θάνατο που αναπνέουμε τόσα χρόνια.

Αλλά εσείς τι ακριβώς πράττετε, κύριε μελλοντικέ Πρωθυπουργέ; Συνομιλείτε με ιερείς, χειροφιλάτε προκαθήμενους της Εκκλησίας, πάνω που λέγαμε ότι είναι ίσως καιρός η θρησκεία να λάβει το χώρο που της αρμόζει και όχι να ρυθμίζει ως παράγων της Πολιτείας τα καθέκαστα, ότι ήγγικεν το πλήρωμα του χρόνου η Εκκλησία να φορολογηθεί για τις απέραντες εκτάσεις που έχει στη διάθεσή της, ότι είναι ώρα να εφαρμοστεί στην πράξη η ανεξιθρησκία και το ελεύθερο δικαίωμα κάθε πολίτη της χώρας να επιλέγει όποια θρησκεία θέλει ή και καμία, χωρίς αυτό να αποτελεί πρόσκομμα στους υπόλοιπους τομείς της ζωής του, εσείς παλεύετε για τις ψήφους των πωρωμένων χριστιανών ή όσων δεν έχουν την πνευματική ευρύτητα να αντιληφθούν, ότι η πίστη ή μη σε οτιδήποτε αποτελεί θεμέλιο λίθο των κοινωνιών που θέλουν να λένε πως βασίστηκαν στα διδάγματα του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης.

Και τι άλλο κάνετε, αγαπητέ μελλοντικέ Πρωθυπουργέ; Συνομιλείτε με εκπροσώπους της ευρύτερης δεξιάς παράταξης, που δηλώνουν αντιμνημονιακοί μεν, βρίσκονται δε στην αντίπερα όχθη της ιδεολογίας σας. Τι είδους συνεργασία μπορεί να επιτευχθεί ανάμεσα σε τιμητές των μεγάλων δασκάλων του Σοσιαλισμού και σε εκπροσώπους του Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια; Την ίδια στιγμή μάλιστα, που απορρίπτεται από τους πάντες και μετ’ επιτάσεως οποιουδήποτε είδους συνεργασία ή συμπαράταξη με άλλα αριστερά κόμματα, εντός και εκτός Κοινοβουλίου; Δεν υπάρχουν δηλαδή κοινά σημεία έναρξης συζητήσεων με μαοϊκούς ή σταλινικούς, αλλά σκοπεύετε να συνεργαστείτε με παραφυάδες του Καρατζαφερισμού;

Και τι άλλο κάνετε επίσης, αγαπητέ μελλοντικέ Πρωθυπουργέ; Στην πρόβα τζενεράλε των εθνικών εκλογών, στις εκλογές για την τοπική αυτοδιοίκηση, δίνετε χρίσμα υποψήφιου του κόμματός σας σε ανθρώπους που στήριξαν τις μνημονιακές πολιτικές, που κάλεσαν στις εκπομπές τους υμνητές του Αδόλφου Χίτλερ και συνομίλησαν μαζί τους, σε άτομα που προκαλούν βδελυγμία στον κόσμο, σε πολιτικούς που λένε και ξαναλένε ότι το μνημόνιο δεν ήταν λάθος, σε βουλευτές που παλεύουν τα βράδια να ξεπλύνουν τα χέρια τους από το αίμα των νεκρών της χώρας. Αλλά το αίμα δεν βγαίνει. Γιατί το αίμα δεν είναι ένας απλός λεκές. Το αίμα είναι η αέναη υπενθύμιση των φονικών τακτικών που ο άκρατος καπιταλισμός επέβαλε στην Ελλάδα. Και εσείς τώρα δέχεστε στο κόμμα σας κάθε καρυδιάς καρύδι. Κι εσείς τώρα παίζετε με τον πόνο μας. Κι εσείς τώρα παρουσιάζετε το κόμμα σας σαν τη μεγάλη δημοκρατική παράταξη που τους χωράει όλους.

Όμως, κύριε μελλοντικέ Πρωθυπουργέ, αν αυτό το κόμμα που πάτε να δημιουργήσετε τώρα τους χωράει όλους, δεν χωράει πια εμένα. Στο χωνευτήρι της Ιστορίας δεν μπορώ να μπω και να συναγελαστώ με όλους όσους θεωρώ εχθρούς της ελευθερίας και της ζωής μου. Αρνούμαι κύριε μελλοντικέ Πρωθυπουργέ να ξεπουλήσω τις όποιες ιδέες μου στο βωμό της Τρόικας και του μνημονίου. Η ψήφος ήταν για μένα κάτι ιερό, έκρυβε δύναμη μέσα της, ήταν η ελεύθερη επιλογή ενός ανθρώπου που παλεύει για την ελευθερία του. Ήταν. Γιατί δεν σας κρύβω ότι η αστική δημοκρατία μου προκαλεί στομαχικό ίλιγγο τώρα πια. Σας ακούγονται μήπως πολύ εαμικά όλα αυτά;

Αγαπητέ μελλοντικέ Πρωθυπουργέ, μπορεί το καλοκαίρι να σας βρει να κυβερνάτε τον τόπο. Τον κόσμο που πιστεύει στην αλλαγή των δεδομένων της κεφαλαιοκρατίας δεν θα τον βρει όμως κοντά σας. Όταν επί χρόνια τα σκυλιά της εξουσίας των Μ.Μ.Ε. σας παρουσίαζαν σαν τύπους που κοιμούνται αγκαλιά με τα κονσερβοκούτια τους, έτοιμους να λιντσάρουν κόσμο, δεν σας καλούσαν καν να παρουσιάσετε το πρόγραμμά σας και σας καθύβριζαν από το πρωί μέχρι το βράδυ, πώς τους επιτρέπετε τώρα να εκθειάζουν τα άρθρα των στελεχών σας στις εφημερίδες των εργολάβων;

Μην τα θυσιάζετε όλα, αγαπητέ μελλοντικέ Πρωθυπουργέ.

Υπάρχει κόσμος που σας στήριζε όσο ήσασταν ένα μικρό ονειροπόλο κόμμα του 3%, που όμως δεν θα συνεχίσει να σας στηρίζει στο δρόμο προς την εξουσία.

Γιατί για κάποιους, οι ιδέες δεν εκπίπτουν.

Δεν ψάχνουμε για ηγέτες, αγαπητέ μελλοντικέ Πρωθυπουργέ. Οι δικοί μας ήρωες ζούνε στα τραγούδια μας, δεν ξεπουλήθηκαν ποτέ, δεν πέθαναν ποτέ. Δώστε προσοχή στις φωνές του πλήθους. Τα πλήθη φτιάχνουν τις κοινωνίες από την αρχή. Όχι τα ιδρυτικά συνέδρια και οι διακηρύξεις.

Εμείς θα συνεχίσουμε να ονειρευόμαστε την αλλαγή, αγαπητέ μελλοντικέ Πρωθυπουργέ.

Ακόμα και χωρίς εσάς.

 

Βάρκιζα Τέλος

μεθ

207640_1818354213505_3612319_n

στον προθάλαμο μιας εντατικής

τρεις δάσκαλοι

ένας παλιννοστούντας έμπορος

ένας βουλευτής κομμουνιστής

κι ένας γιατρός

 

αναρωτιούνται αν ο νέος

που κοιμάται με οξυγόνο στο στόμα

θα θυμάται όταν ξυπνήσει

το κλάμα του πατέρα

τη λιποθυμία της μάνας

το μισθό που η νοσοκόμα του δεν πληρώθηκε

το σοσιαλισμό που ποτέ δεν ήρθε τελικά

τα όνειρα που έκανε τις νύχτες στα μπαρ

 

τα νοσοκομεία

είναι τα πιο μυστήρια κτήρια

στην ιστορία της ανθρωπότητας

 

τα νοσοκομεία

είναι τα στριπτιτζάδικα

του υπαρκτού καπιταλισμού

 

οι ασθενείς -αναίσθητοι-

φοράνε ρούχα διφυή

ή πιτζάμες που χρειάζονται για την ανάρρωση

ή πυτζάμες που σάβανα θα γίνουν

οι γιατροί -αναίσθητοι πρέπει να είναι-

φοράνε φόρμες απαλές και τρομακτικές

οι γονείς του άρρωστου νέου

γδύνονται μια για πάντα

και αφήνουν στους προθαλάμους των εντατικών

την παλιά ζωή τους

 

στην είσοδο ένας ένστολος

σε ρωτά αν έχεις κάνει κράτηση

για τους αποψινούς θανάτους

-παριστάνει πως δεν βλέπει

τις κόρες των ματιών σου

που διαστέλλονται

για να γεννήσουν την οδύνη-

 

το νερό στους ψύκτες

είναι αλμυρό και παγωμένο

 

στον αέρα πετάνε

τα πιο δυνατά μικρόβια

 

στις σκάλες ανεβοκατεβαίνουν

οι πιο ύπουλοι ιοί

 

για τη ζωή του νέου

προσεύχονται όλοι

 

οι δάσκαλοι στο θεό

ο έμπορος που απ’ τη βραζιλία γύρισε στο θαύμα

ο κομμουνιστής βουλευτής στον ιωσήφ

                          -πατέρα του θεού-

και ο γιατρός στα μηχανήματα

 

-τα μάτια των γιατρών γυαλίζουν

κι εγώ την προσευχή μου

σ’ αυτούς αφιερώνω-

 

τα ξημερώματα ο νέος ξύπνησε

η καρδιά του αποφάσισε πως θέλει κι άλλο να πονέσει

έξω ξημέρωναν χριστούγεννα

η μάνα λιποθυμούσε για μια τελευταία ευτυχισμένη φορά

ο γιατρός αποσύνδεσε τα μηχανήματα με αγάπη

θεός και ιωσήφ επέστρεψαν στην αιώνια παρτίδα σκάκι

 

κι εγώ σκαρφάλωσα ψηλά στο λυκαβηττό

ν’ ανάψω τα εορταστικά λαμπάκια των ημερών

-σινιάλο συνωμοτικό για τους νεκρούς μου-

πως καταφέραμε το θαύμα των ημερών

άνθρωποι μεταξύ ανθρώπων

 

κι ύστερα γδύθηκα μέσα στο κρύο

-σινιάλο συνωμοτικό για τους ζωντανούς μου-

πως εμείς θέλουμε ζωντανοί να είμαστε

 

όταν πεθάνει ο καπιταλισμός.

Εν Ληξουρίω, 202 μ.Λ.

// οι φαντασίες μπαίνουν εύκολα στα κούφια κρανία //

// στην είσοδο δεν είναι νους θυρωρός//

// και μέσα βρίσκουν ευρυχωρία //

α. λ.

͂Εν Ληξουρίω, 202 μ.Λ.

ο χρόνος που περνά πάνω από τα δάχτυλά σου δεν θα επιστρέψει ποτέ

η διάταξη των βιβλίων στο ράφι θα αγωνίζεται πάντα ενάντια στη σκόνη της λήθης

το κρύο που σου τεντώνει το δέρμα κάτι θέλει να σου πει

παντού υπάρχουν άστεγοι

γιατί όχι κι εδώ

το άγαλμα του βλαδίμηρου έπεσε με θόρυβο

η ευρώπη μαζεύει στη χιονισμένη της αγκαλιά όλους όσοι τόλμησαν να αποσκιρτήσουν

έτσι θα ζήσουμε

χωρίς ηγέτες

χωρίς ιδέες

μόνο με κρύο και χαρτόκουτα

οι ποιητές θα ενοχλούνται από την παρουσία μας στα παγκάκια

οι δεκαετίες θα περνάνε ανεπιστρεπτί

τα παιδιά μας θα πεθαίνουν από το κρύο

θα παλεύουμε να τα κρατήσουμε παραπάνω μέσα στη μήτρα μας

αλλά φευ

οι γιατροί δεν θα μπορέσουν ποτέ να νικήσουν το θάνατο

μόνο οι συγγραφείς θα ονειρεύονται πως τον νικούν

θα πουλάνε χιλιάδες αντίτυπα από τα βιβλία τους

και δεν θα μάθουν ποτέ πώς είναι να πεθαίνεις από το κρύο

έτσι θα ζήσουμε, σου λέω

φοβάμαι, λίγο

μα πιο πολύ, αρνούμαι

η μάνα παλεύει να μη σε χάσει

ό,τι της απέμεινε από ελπίδα στο χαρίζει

κι ας μείνει εκείνη μόνη μετά

 

τα δάχτυλά σου θωπεύουν ξανά τον αέρα

ψάχνουν στη στρατόσφαιρα τις χαμένες ώρες

μα εκείνες δεν θέλουν να γυρίσουν πίσω πια

η σκόνη τρυπώνει ύπουλα παντού

όλες οι προτομές των ηγετών μας πέσανε

κι εμείς μείναμε να κοιτάμε το άγαλμα του αντρίκου

το μόνο που παραμένει παγωμένο και αγέραστο ακόμα

και πάνω κει

στο κρύο μάρμαρο

η σκόνη, ο χαμένος χρόνος, τα δάχτυλά σου, τα βιβλία

βρίσκουν τη ζεστασιά που αθανασία θα τους χαρίσει.

γιατί σε τάφους και σε αγάλματα το ίδιο υλικό να βρίσκω;

͂

* το κείμενο ενέπνευσε τον @Soulis Thomopoylos για την αλίευση της φωτογραφίας από το διαδίκτυο