τω υπερμάχω

το πεπερασμένο της ζωής μας οδηγεί σε σταυροδρόμια
δεν χωράνε όλα μέσα σε μια παρτίδα
κι έτσι άλλοι πίνουν
άλλοι κυβερνάνε
άλλοι αγαπιούνται
και άλλοι αγαπάνε

 

δεν προλαβαίνω να χωρέσω μέσα σε δυο τρεις τέσσερις σελίδες
μία πλημμύρα του μυαλού αλλιώτικη απ’ τις άλλες
το βλέμμα που θαρρείς πως δεν κοιτάζει πουθενά
είναι του ανθρώπου εκείνου που μέσα από την παρατήρηση έγινε σοφός

λοιπόν, στα κράσπεδα του άστεως των φτωχών
περιπλανήθηκα όλο τούτο το μαρτιάτικο πρωί
ανακριτής ο ήλιος μου και εφέσιμη η ποινή μου
άλλοτε βέβαια τα πεζοδρόμια ήσαν πιο φιλόξενα
-κι αν δηλαδή το δέρμα μου ήταν μελαμψό
τι θα άλλαζε σε μένα-
πάντως εγώ
ακροβατώντας επιδεικτικά ανάμεσα στους επιβήτορες του κρατικού μηχανισμού
και στους θεούς μου που εντός ναού δεν θα τους βρεις
-στέκονται αγαλματένιοι στις πλατείες·
περιστερώνες ιδεών-
απεγνωσμένες έστειλα στα σύννεφα ευχές
να ερωτοτροπήσουν λίγο ακόμα με τις στάλες της βροχής
μέχρι ο ηλιάτορας συμπέρασμα να βγάλει
αν πρέπει έγκλειστη κάπου να ζω
-τι κλινική τι φυλακή· τα κάγκελα είναι που πονάνε-
ή μήπως λόγω ανέντιμου προτέρου βίου
θα συνεχίσω το περπάτημα στα άστη και στα πέριξ
θα τυραννώ τον έρωτα κι ας ζω με την ελπίδα
πως η επιστήμη κάποτε το φάρμακο θα δώσει
με ένα χαπάκι μαγικό να μην ξαναρρωστήσω
να γίνει ο έρωτας ζωή· να μην με κρεβατώνει

απόψε ξέρεις, οι χριστιανοί σε εκκλησία θα μπούνε
της θεοτόκου οι χαιρετισμοί θε να τους ανυψώσουν
μα εγώ κοντράρω το θεό και ανάποδα ρωτάω
πότε τους αποχαιρετισμούς οι άνθρωποι θα αντέξουν

 

 

όταν οι εραστές βρουν έναν τρόπο
το τραύμα του αποχαιρετισμού
αναίμακτα να ζούνε
τότε ο έρωτας θα ‘χει
το θάνατο αναμφιβόλως
δια παντός νικήσει