sine_lege

μας εξαπάτησαν οι εγκλίσεις

Month: Σεπτεμβρίου, 2013

Αναίμακτοι

[Νύχτα. Μέσα στην ανυποψία της βραδιάς ένα μπουλούκι δερμάτινοι άνθρωποι έχουν στριμώξει σ’ ένα στενό είκοσι άτομα. Ένα άσχημο όχημα τους λούζει με φώτα ομίχλης. Ο φόβος κόβει βόλτες ανενόχλητος. Σ’ ένα μπαλκόνι κάποιος ξέχασε το ράδιο ανοιχτό. Νωρίτερα, όλη η πόλη είχε βγει στα μπαλκόνια. Ήθελαν όλοι να δουν τη βροχή των αστεριών. Το ραδιόφωνο έπαιζε, δήθεν ξεχασμένο. Μα κανείς δεν πεθαίνει δίχως μουσική.]

 

να μας κοιτάς με ένταση στα μάτια

εμάς τους ξένους τους δικούς σου

που στεκόμαστε έτσι, ανήμποροι και αναίμακτοι

τα χνούδια της δικής σου απάνθρωπης ρουφήχτρας.

 

λουζόμαστε στο φως· γι’ αυτό το φως ήρθαμε

μα τώρα μας λούζουν φώτα άσχημα

τα κίτρινα φώτα σας θα μας σκοτώσουν

μας καίνε το βλέμμα· παίρνουμε φωτιά.

 

Ένας γέρος φοβήθηκε

μια μάνα όρθωσε το κορμί της

ένα παιδί κοίταξε ψηλά.

Τα αστέρια ανενόχλητα

κυλούσαν, έπαιζαν, φώτιζαν

πώς μπορούν;

 

Το άσχημο αυτοκίνητο μούγκρισε

οι δερμάτινοι- σαν ψεύτικοι!- άνθρωποι δεν κούνησαν βλέφαρο

ψίθυροι παντού· μη φοβάστε

μη φοβηθείτε

μη

 

Ένας άντρας φώναξε «η ζωή μας!»

μα κανείς δεν τον άκουσε.

Σωριάστηκε. Ψιθύρισε ξανά «η ζωή μας».

Κανείς δεν τον κατάλαβε. Ήταν μια φωνή

βαριά, σχεδόν ξεχασμένη, φερμένη από μακριά.

Κάπου, από ένα βουνό της Ασίας.

Κάπου, από μια βουνοκορφή του Ολύμπου.

 

Κοίταξαν ψηλά, μετά χαμηλά

μα στο τέλος τους κοίταξαν στα μάτια

Θύμωσε ο θάνατος με τούτη την αναίδεια

πυρ

 

[Την επόμενη μέρα η πόλη έσφυζε από ζωή. Κανένα σημάδι πουθενά. Μόνο μια μικρή ξεχασμένη κηλίδα πάνω σ’ ένα πεζοδρόμιο. Δεν την είδε κανείς. Η πόλη θρηνούσε. Οι άνθρωποι χαμογελούσαν, μα το τσιμέντο έκαιγε. Ήταν η νύχτα των αστεριών, που θα σημάδευε για πάντα τούτη την άσχημη πόλη.]

νερό ψωμί και γιασεμί

ήμασταν λέει πολλοί μαζεμένοι

και φωνές, πολλές φωνές

μπλεκόταν η απόγνωση με την ελπίδα

δεν ξεχώριζα ποιος ούρλιαζε από αγάπη και ποιος έσβηνε από μίσος

τι διαφορά να έχει άραγε-

μου είπες δεν μπορείς να αναπνεύσεις

και δεν ήταν απ’ τα δακρυγόνα

 

άλλαξα πλευρό

τινάχτηκα·

 ε όχι και τις νύχτες μας

 

άλλαξα όνειρο

 

ήμασταν λέει οι δυο μας

αγκαλιασμένοι σφιχτά

και δεν φοβόμασταν

τα δυο μας χέρια ενωμένα

έπαιρναν και έδιναν δύναμη το ένα στο άλλο

και προχωρούσαμε

με βήμα βέβαιο

για πρώτη φορά από τότε που σε πρωταγκάλιασα

έδειχνες σίγουρος για το αβέβαιο των βημάτων σου

κι εγώ σε θαύμαζα

πολύ·

 

είδα στον ύπνο μου χαμόγελα

από κείνα τα αληθινά που έλειψαν πια στα χρόνια μας

είδα στον ύπνο μου αγάπη μόνο ρε

 

όταν ξημέρωσε σηκώθηκα πριν απ’ την πρέπουσα ώρα

εργάστηκα, φιλήσυχος πολίτης·

κόσμος πολύς μου μίλησε

κόσμος θαρρείς από άλλη πολιτεία

εισαγγελείς και δικαστές και βιαστές της θέμιδος

 

κόσμος ανύποπτος και τόσο ύποπτος

 

οι αίθουσες και τα γραφεία αυτής της πόλης αχνίζουν

μαύρος καπνός πετάγεται απ’ τα παράθυρά τους

εκλέξανε το νέο πάπα

εκλέξανε το νέο εχθρό

 

είμαστε λίγοι μου λες

να φύγουμε από δω μου λες

είμαστε μόνοι μου λες

 

σκέψου να βγαίναμε άτακτοι στους δρόμους

και οι γιαγιάδες να σκύβαν στα παράθυρα

και να μας δίναν νερό και ψωμί και γιασεμί

 

ποτέ δεν ήμασταν πολλοί

ποτέ δε θέλαμε να φύγουμε από δω

– εδώ να τα γεννήσουμε τα όμορφα παιδιά μας-

ποτέ δεν θα ‘μαστε μόνοι*

 

*διαδηλώνοντας·

είναι κάτι μαύρο αλλά όχι σκοτεινό

είναι κάτι που δεν το γνωρίζεις αλλά δεν σε τρομάζει

είναι κάτι που γεννιέται από το τίποτα αλλά σου θυμίζει γιατί είσαι άνθρωπος

είναι κάτι που δεν σε κάνει να λες θα νικήσω αλλά σε κάνει να λες θα παλέψω

είναι η γέννηση του πληθυντικού αριθμού μέσα σου

 

τραμπάλα στις ταράτσες ετοιμόρροπων σπιτιών

κάτι τέτοιες ώρες λείπει ένας αλέξης ζορμπάς να μας δείξει πώς να χορεύουμε μπροστά στο θάνατο μπροστά στην καταστροφή μπροστά στο μαύρο zorba teach me how to dance πότε κρυώνει το σώμα που πεθαίνει τι πρόλαβες να σκεφτείς την ώρα που το μαχαίρι έμπαινε μέσα σου κανένας δεν θα ανακαλύψει το θάνατο προτού πεθάνει το μεγαλύτερο μυστήριο της ζωής λύνεται όταν αυτή τελειώσει όχι μάνα μην μου ζητάς σημεία στίξης δεν έχω άλλα μου τα πήρανε όλα έχω μόνο άκρα είμαι ακραία εγώ ρε μαλάκες μακάρι να ήμουνα εσύ πέθανες από το μαχαίρι τους εμείς από την ασφυξία διαβατήριο να φύγουμε μα εγώ ξέρεις γι’ αυτό γύρισα για τον αγώνα και πήρα πίσω το τίποτα γαμώ τις ζωές σας δεν ξυπνάτε σας μισώ όλους πέφτω να κοιμηθώ και δεν μπορώ όχι δεν έχω εφιάλτες γαλήνη δεν έχω τόσες μέρες είμαι αγκαλιά με τον πανικό βγαίνω να περπατήσω φτάνω στο σπίτι του λαού αγαπάω την ειρωνεία όσο με αγαπάει κι αυτή άκου εκεί σπίτι του λαού στον τοίχο γράφει λαϊκή κυριαρχία είσαστε ψεύτες ψιχαλίζει θέλω να βρέξει να πνιγεί αυτή η πόλη να πνιγούν τα πάντα να μείνει μόνο το αίμα του να μείνει για πάντα πάνω μας είμαστε δειλοί δυο δακρυγόνα μας ρίξανε και διαλυθήκαμε δεν μπορούσα να αναπνεύσω να δω τα δακρυγόνα σπέρνουν το φόβο και μετά θες να πεθάνεις από ντροπή που το έβαλες στα πόδια εκείνος δεν δείλιασε έβλεπε το μαχαίρι να έρχεται κατά πάνω του κι έμεινε εκεί όρθιος άφοβος κατάλαβες ρε μαλάκα ποια είναι η διαφορά από τη μία η αγάπη η ελευθερία η αφοβισιά από την άλλη οι μπράβοι της νύχτας εύχομαι να μην ξανακοιμηθείτε ποτέ στη ζωή σας να μην ξεπλυθεί ποτέ η κηλίδα από πάνω σας δεν θέλω άλλο να γράφω πια φωτιά θα βάλω στα τετράδιά μου και θα τα κάψω τίποτα να μην μείνει χάσαμε το καταλαβαίνεις

 

~ η πρώτη βροχή του χρόνου πέφτει πάνω στα κορμιά μας ευεργετική ~

 

να μην το βάλουμε κάτω

λευτεριάς λίπασμα οι πρώτοι νεκροί

 

κι αν όχι εμείς

τότε

τα αγέννητα παιδιά μας

να ζήσουν

ελεύθερα

.

τ.α.κ.ε.ζ.

κατεβαίνω τη λουκάρεως όλα ίδια με χτες μπαίνω στο κτίριο ασφαλίτες και δικηγόροι μιλάνε για τα γκολ που δεν μπήκαν χτες γελάνε ήλπιζα πως δεν θα κλαίω το ασανσέρ είναι στενό σαν φέρετρο βγαίνω να πάρω αέρα λιγόστεψε πάλι εκδίκηση να πάρουμε συνεχίζω στην αλεξάνδρας μπαίνω στο κτίριο αποφεύγω παλιές γνωστές με σινιόν κότσους και βαμμένα πρόσωπα τι δουλειά έχω εγώ εδώ ξαναβγαίνω στην αλεξάνδρας μην κλαις μπροστά στη γαδα λιγοψυχώ το σώμα αντιδρά αφήνω τον εμετό μου να ξεραθεί εκεί τοσώμααντιδράγιατίείναιακόμαζωντανό σήμερα εσύ, αύριο εγώ τελειώσαμε μπαίνω στο αυτοκίνητο λίγο αέρα κάποιος όχι δεν τελειώσαμε

τώρα αρχίζουμε

γενεθλιάζουσες

533029_4827908010469_1885386568_n

δεν είναι ότι μετανιώνω μωρέ. για τίποτα δεν μετανιώνω. ούτε απ’ αυτά που έκανα ούτε απ’ αυτά που μου κάνανε. όλα όμορφα ήταν μες στην ασχήμια τους. ούτε με νοιάζει το μεγάλωμα. καλύτερα δεν είμαστε τώρα; λίγο μεγαλύτεροι, λίγο ομορφότεροι, πιο γεμάτοι, πιο σίγουροι, ελάχιστα πιο διαβασμένοι. εντάξει, πιο καλά είναι τώρα, την υποψιαστήκαμε τη φάση, την ψάξαμε, άμα έχεις φάει σφαλιάρα δεν αισθάνεσαι πληγωμένος, ζωντανός νιώθεις, τα σημάδια από τα δάχτυλα της παλάμης που σου έχωσαν το χαστούκι πάνω στο μάγουλό σου είναι απόδειξη ζωής, βγήκαμε από τη γυάλα ρε παιδί μου αυτό είναι όλο.

αλλά με πιάνει το παράπονο για ό,τι και για όποιον αφήνω πίσω μου, γιατί τώρα πια ξέρω ότι αφήνω ανθρώπους πίσω μου, δεν γίνεται αλλιώς ρε παιδιά, πρέπει να συνταιριάζουν οι ανάσες μας για να ζούμε μαζί. ξέρεις τι δένει τους ανθρώπους; το μέλλον. το μέλλον και όχι το παρελθόν. θέλω οι γραμμές των ημερών που έρχονται κάπου να τέμνονται, τι κι αν συναντήθηκαν οι γραμμές μας παλιά, αύριο πού θα είναι η γραμμή σου, θα σε βρω ξανά μπροστά μου να φωνάξουμε μαζί, αυτό με καίει, ο γέγονε γέγονε και ούτε που με νοιάζει πια, δεν έχω παράπονο, αν θες να βγεις και να φωνάξεις εγώ την άφησα, πρόλαβα πρώτος, προχώρησα, κάντο, δεν με νοιάζει καθόλου, αλήθεια σου λέω μωρέ, μέσα μας την αλήθεια την ξέρουμε όλοι, κι εσύ κι εγώ.

είναι που εγώ δεν φωνάζω, είναι που οι μεγάλες οι αλλαγές λαμβάνουν χώρα σιωπηλά, κάπου βαθιά μέσα μου έβαλα μια νύχτα στο πουθενά το τέλος χωρίς να το πω πουθενά, κι έκανα εκείνη τη νύχτα τον πιο ήσυχο, τον πιο γαλήνιο ύπνο. τα ξεπλήρωσα όλα μωρέ, όλα, λεπτό προς λεπτό, στιγμή προς στιγμή, κι όταν κοιμάμαι ήσυχη τις νύχτες ξυπνάω δυνατή και καθαρή, έτοιμη να σκίσω την μπλούζα μου και να την κάνω σημαία, jamaica, jamaica, τέτοια σημαία εννοώ, λάβαρο μουσικής και αδερφοσύνης.

μεγαλώνουμε αλλά καθαρίζουμε μέσα μας τα απομεινάρια κι αυτό ίσως να είναι ευτυχία καθαρή. να ξυπνάς σαν να ξύπνησες πρώτη φορά, ναι αυτό να κάνουμε, να ζήσουμε πολλές φορές μέσα σε μία, αιώνια φτωχοί στις τσέπες και αιώνια πλούσιοι σε ιστορίες, έχεις δει κάτι γιαγιάδες στο δρόμο που σου χαμογελάνε σαν κοριτσάκια, έτσι θέλω να γεράσω, να γεμίσω ρυτίδες έκφρασης, να μην περνάει ούτε μια μέρα ανέκφραστη, να σκαφτεί το πρόσωπό μου από συναισθήματα, να σκαφτεί το κορμί μου από ανθρώπους, δεν με νοιάζει που περνάνε τα χρόνια, σημασία έχει πώς στο διάολο περνάνε.

κι όσο μεγαλώνουμε όλο πιο ανώριμοι να γινόμαστε, δε με νοιάζει μωρέ η ειρωνεία όλων αυτών που κάποτε ζήσαμε μέρες και νύχτες μαζί και τώρα γελάνε πίσω και μπροστά από την πλάτη μου, το μόνο που με νοιάζει είναι που μοιράστηκα μερόνυχτα με ανθρώπους κακούς και άδειους, αλλά εγώ πάντα έτσι ήμουνα, δεν κρύφτηκα, σας τα ‘λεγα ρε μαλάκες από παλιά πώς τα σκεφτόμουνα τα πράγματα, και όταν μου λέγατε ξεκόλλα και προσγειώσου επιτέλους εγώ σταμάταγα την κουβέντα· γιατί δεν ήθελα πια να συνεχίσω να μιλάω μαζί σας, γιατί καταλάβαινα πως ό,τι λέω είναι πολύ ακριβό για να μπει σε κουβέντα με τυχάρπαστους, γιατί εγώ δεν σας ενοχλούσα ποτέ στη δικιά σας ουτοπία που δεν ήταν ουτοπία αλλά ζωή στριμωγμένη μέσα σε υποκοριστικά, κι έτσι δεν ήθελα ούτε κι εσείς να με ενοχλείτε, γιατί μου λέγατε να προσγειωθώ αλλά εγώ είχα φτάσει ήδη στα έγκατα της γης και είχα ξανανέβει ήδη στον ουρανό, για πλάκα μωρέ προσγειώνομαι και ξαναφεύγω, άμα δεν το είδατε ποτέ δεν μπορώ να βοηθήσω, δεν κρύφτηκα ποτέ, εσείς δεν θέλατε να δείτε και τώρα ξαφνικά εκπλήσσεστε τάχα μου, μα ποια είναι αυτή, λέτε όπου βρεθείτε, κι εγώ γελάω.

γελάω γιατί το κλάμα μου το σκορπάω για πόνους αληθινούς τώρα πια.

καλά είναι που λες κι έτσι. ξεχωρίσανε επιτέλους η ήρα από το σιτάρι γιατί είχανε γίνει κουβάρι τόσα χρόνια, αλλά εμένα μου αρέσει αυτή η εποχή γιατί μπορείς επιτέλους να είσαι ξεκάθαρος, και να βρεις κι άλλους ξεκάθαρους σαν εσένα, και μαζί να κάνετε όνειρα- δεν θα βγούνε μωρέ, το ξέρω– άλλος είναι ο σκοπός, πού να σου εξηγώ τώρα, άμα δεν καταλαβαίνεις τράβα το δρόμο σου, αυτό προσπαθώ να πω τόση ώρα, ότι διώχνω κόσμο τώρα πια γιατί δεν με νοιάζει, άλλα πράγματα με καίνε, κατάλαβες, αυτά που εσένα δεν σε κάψανε ποτέ, κι εγώ θέλω να μοιραστώ τις στάχτες μου με κόσμο.

με κόσμο όμορφο.

σαν την ομορφιά τίποτα αδερφάκι μου.

γι’ αυτό χαίρομαι που μεγαλώνω, γιατί όσο περνάνε τα χρόνια γίνομαι όλο και πιο ανάλαφρη, περπατάω και πετάω με αναίδεια τα βάρη μου, γιατί δεν είναι δικά μου, είναι τα δικά σας σκουπίδια που μου τα φορτώσατε κι εγώ τα πήρα ο βλάκας, αλλά τώρα πια δεν θέλω κανενός άλλου τα σκουπίδια, θέλω μόνο τα δικά μου βάρη, γιατί και το βάρος τι είναι; μια δύναμη.

| δράση – αντίδραση, φυσική για αρχάριους |

αντιδράω στο βάρος με μια άλλη δύναμη, κρυφή, κι έτσι μπορώ να γεννάω στιγμή προς στιγμή στιγμές καινούριες, ενώ εσείς μένετε για πάντα καρφωμένοι στη γη, υπόδουλοι, δεν σας περνάει καν από το μυαλό πως γίνεται να συμβεί και κάτι άλλο, ε ρε παιδιά δεν σας φταίει κανένας.

ε κάπως έτσι θα πάμε παρακάτω, χαμογελώντας και όχι γελώντας, εμένα μου αρέσει το μειδίαμα γιατί είναι υπαινικτικό, άσε τις βαρύγδουπες δηλώσεις για άλλους μωρέ, άμα μπορούσα να ζωγραφίζω θα ήθελα ό,τι έχω να πω να το κάνω εικόνα, να τριγυρνούσα στην πόλη σαν τρελή κουβαλώντας πινέλα και μπογιές και ποτέ πια να μην ξαναμιλούσα, αλλά όλη μου η ζωγραφική δεινότητα περιορίζεται σε δυο βουνά που σμίγουν κι έναν ήλιο που ξεπετάγεται ανάμεσά τους, οπότε αναγκαστικά θα συνεχίσω να λέω ιστορίες.

και να τραγουδάω τραγούδια.

τραγούδια όπως αυτό.

Αγρίμια κι Αγριμάκια μου

~τα σπηλιαράκια του βουνού είναι τα γονικά μας~

Πάνε χρόνια. Ας μην τα υπολογίσω καλύτερα. Όχι, όχι θα τα υπολογίσω. Πάνω από δεκαπέντε χρόνια έχουν περάσει από τότε.

Το χωριό βρίσκεται στους πρόποδες του βουνού. Σηκώνεις το βλέμμα και βλέπεις παντού βουνά. Δεν έχεις άλλη επιλογή από το να γίνεις φίλος μαζί τους. Βγαίνεις στο μπαλκόνι του ετοιμόρροπου πατρικού σπιτιού και αναρωτιέσαι πώς έναν τόσο σκληρό τόπο ξεπετάχτηκαν άνθρωποι μέσα στη γλύκα και την ανθρωπιά. Τώρα πια μετράει γύρω στους 20 μόνιμους κατοίκους· μέσος όρος ηλικίας τα εβδομήντα. Η γριά νόνα πατάει φέτος τα εκατό. Το καταγάλανο βλέμμα της έχει τη σπιρτάδα των είκοσι χρόνων, η καρδιά της τη θλίψη των σαράντα. Στην ηλικία της πάντως δεν ταιριάζει. Δεν τη νοιάζει που δεν μπορεί πια να ανέβει πάνω στην καρυδιά για να μαζέψει τα καρύδια της, δεν λυπάται που δεν μπορεί να πάει στο χωράφι να ποτίσει τα ζαρζαβατικά της, την καίει που δεν μπορεί πια να χ ο ρ έ ψ ε ι. Ακόμα και με το πι σηκώνεται και ρίχνει τη γύρα της με έξι πόδια, αλλά δεν είναι πια το ίδιο. Αλλά ακόμα κι έτσι είναι η πρωταγωνίστρια του γλεντιού. Τραγουδάει με φωνή βραχνή που μαρτυράει τι φωνή είχε στα νιάτα της, απαγγέλει την Άλωση της Πόλης- ολόκληρη, ούτε στίχο δεν ξεχνάει- και αφιερώνει πάντα ένα τραγούδι στην εγγόνα της που να περιέχει το όνομά της. Εσύ να μην παντρευτείς μικρή, μου λέει. Εγώ δασκάλα ήθελα να γίνω και δεν με άφησαν. Με πάντρεψαν.

Στον εμφύλιο οι αντάρτες εφορμούσαν στο χωριό κι έκλεβαν ότι έβρισκαν. Από τότε η νόνα δεν τους ήθελε τους αριστερούς, και τι να κάνει που έστειλε το γιο στην Αθήνα να σπουδάσει κι αυτός γύρισε το πρώτο καλοκαίρι με τη σημαία της ΚΝΕ στον ώμο; Το κατάπιε κι αυτό. Και νάσου μετά τα εγγόνια, τα παιδιά του γιου, να της κάνουμε πλάκα, γιαγιά θα έρθουν οι κομμουνιστές και θα σου πάρουν το σπίτι και να δαγκώνει τα χείλη σχεδόν φοβισμένη, και να γελάμε αναίσθητα, δεν ζήσαμε βλέπεις το φόβο του τότε, δεν αντέχουμε καν να τον δικαιολογήσουμε, για μας τους μακρινούς αναγνώστες αυτής της ιστορίας είναι ξεκάθαρο ποιος ήταν τότε ο σωστός, μακριά παιδιά μου από πόλεμο, ο πόλεμος φέρνει πόνο κι ο πόνος θάνατο, συνέχιζε η νόνα, δυο παιδιά έχασα στην Κατοχή και ξέρω τι σας λέω, πάρε τώρα την πιο απλή και αληθινή ανάλυση του πολέμου, κανείς δεν έφταιγε μα όλοι ήμασταν λ ά θ ο ς.

Και φτάσαμε στο πέρυσι να της κάνουμε την ίδια πλάκα ενόψει εκλογών για να μας πει παιδιά μου έχετε δίκιο, άλλη λύση δεν υπάρχει τώρα πια.

Πριν μια δεκαπενταετία λοιπόν, ο πατέρας αποφάσισε να μας πάει εκδρομή. Αλλά τι εκδρομή. Όχι από κείνες με το αμάξι, που κουβαλάς μαζί σου ταπεράκι με κεφτέδες, ψυγείο με νερό, χυμό για τα παιδιά και μαγιό για ένα γρήγορο μπάνιο στη θάλασσα. Ανάβαση στο πιο ψηλό βουνό της περιοχής, ορειβασία τέσσερις ώρες για να ανέβεις και άλλες τέσσερις για να κατέβεις. Ανησυχούσε κάπως η μαμά, μακριά τα πας τα παιδιά, όχι έλεγε ο πατέρας, θα τους αρέσει, θα δεις.

Σηκωθήκαμε γύρω στις τέσσερις το ξημέρωμα. Αν σε βρει ο ήλιος την ώρα που ανεβαίνεις την πλαγιά ζήτω που πέθανες. Με βαρβάτο εξοπλισμό, παντελόνι, αρβύλες, καπέλο, γκλίτσες, παγουράκι με νερό- δεν χρειάζεται να κουβαλάμε νερό έλεγε ο πατέρας, στη διαδρομή θα βρούμε πολλές βρύσες φτιαγμένες από τους τσοπάνηδες- και ψωμοτύρι. Ενθουσιασμένοι εμείς, ρωτούσαμε αν θα δούμε ζώα, αλεπούδες, λαγούς- έχει ακόμα λύκους μπαμπά;– γεράκια, αετούς. Μην μιλάτε πολύ γιατί θα κουραστείτε, μας απαντούσε αινιγματικά. Αλλά ήταν μπαμπάς, οπότε ήξερε το σωστό. Αυθεντία από τις αγαπημένες που είδε μετά από χρόνια την αυθεντία του να γκρεμίζεται από τα ίδια του τα σπλάχνα που την πήγανε τουλάχιστον δέκα βήματα παρακάτω και ήταν ο πρώτος που σηκώθηκε και τα χειροκρότησε.

Ξεκινήσαμε να ανεβαίνουμε που λέτε και μαζί με μας ξεκίνησε και η κούραση. Ο πατέρας, μεγαλωμένος κυριολεκτικά πάνω σ’ αυτά τα κακοτράχαλα μέρη δεν καταλάβαινε χριστό. Μας εμείς, τα παιδιά της πόλης, που νομίζαμε ότι κούραση νιώθεις όταν παίζεις μπάσκετ, ανοίγαμε όλο και πιο συχνά το παγούρι για να ξεγελαστούμε. Κι ας μας έλεγε μην πίνετε πολύ νερό, θα διψάσετε περισσότερο. Μετά από καμιά ώρα πεζοπορίας κι ενώ είχαμε συνηθίσει κάπως την αίσθηση του κράτα με να σε κρατώ να ανεβούμε το βουνό, μας ανακοίνωσε ότι σε περίπου άλλη μία ώρα θα βρίσκαμε την πρώτη βρύση, όπου και θα καθόμασταν να φάμε κάτι και να ξεκουραστούμε. Αναπτερωθήκαμε ως έπρεπε και συνεχίσαμε, μέχρι που φτάσαμε στην πρώτη βρύση για να τη βρούμε ξεραμένη από καιρό και χωρίς καθόλου τρεχούμενο νερό. Δεν μας πείραξε πολύ- νερό είχαμε άλλωστε στα παγούρια μας- αλλά ο νους μας δεν πήγε καν στην απογοήτευση του πατέρα που κοιτούσε τις πλαγιές που άλλοτε έσφυζαν από ζωή και τώρα πια κατέρρεαν ερημωμένες. Κανένας δεν περνάει πια από δω. Εκείνη την ώρα, εκείνος συνειδητοποιούσε το τέλος μιας εποχής πολύ δύσκολης, πολύ φτωχής, μα και πολύ όμορφης. Αναρωτιόμουν πάντα πώς γίνεται να νοσταλγεί εκείνα τα χρόνια που ήταν μικρός, που έκλεβαν φρούτα από τα δέντρα του γείτονα λίγο για να φάνε αλλά πιο πολύ γιατί μέσα τους δεν τους φαινόταν έγκλημα αυτό που κάνανε, πες μου μπαμπά πού πήγες μετά το δημοτικό, τι γινόταν στο γυμνάσιο που πήγες σε άλλη πόλη, καλά ρε μπαμπά ποιος σας μαγείρευε να φάτε, δεκαπέντε χρονών παιδάκια και ήσασταν μόνα σας, μα πώς γίνεται αυτό το πράγμα;

Μικρή μου άρεσε να ακούω ιστορίες, τώρα μου αρέσει να τις γράφω.

Από τις τέσσερις-πέντε βρύσες που περιμέναμε να βρούμε στο δρόμο μας μόνο η μία είχε νερό τελικά, αλλά αυτό δεν ανέκοψε την πορεία μας προς τα πάνω. Πάρ’ το και γενικότερα αυτό αν θες, για τη ζωή σου ρε παιδί μου, μην σε σταματάει τίποτα, κάνε ό,τι γουστάρεις, είτε ανηφόρα είτε κατηφόρα είτε και τα δύο για ποικιλία, αλλά μην αφήνεις τίποτα να σε σταματάει.

Μετά από τέσσερις ώρες ανάβασης αρχίσαμε να βλέπουμε την κορυφή από μακριά. Τα παιδικά μάτια πέταξαν φλόγες. Φτάνουμε. Εδώ μια ιστορία για τον παππού που κάποτε είχε συναντήσει σ’ αυτό ακριβώς το σημείο έναν λύκο- πωπω και τι έκανε ο παππούς μπαμπά; κι ο λύκος πλάσμα της φύσης είναι παιδιά- μια ιστορία για έναν συγχωριανό που τον είχε χτυπήσει κεραυνός πάνω στο βουνό κι έμεινε στον τόπο, ένας άλλος που φοβόταν εδώ πάνω τα αστραπόβροντα και φώναζε βοήθησέ με παναγία μου γαμώ το χριστό μου, και με τα πολλά πατήσαμε στην κορυφή. Φωνές και γέλια, τι όμορφα που είναι δω πάνω, ο αέρας είναι ελαφρύς, μπαίνει μέσα στα πνευμόνια και τα ανταριάζει, μπαίνει μέσα στην ψυχή και την αλαφρώνει, νομίζω ποτέ δεν είχαμε ξανανιώσει έτσι, βγάλε με μια φωτογραφία όπως σ’ εκείνη την ταινία, I am the king of the world, όλα λουσμένα στο φως και στην ομορφιά, όλα ελεύθερα, όλα ελαφριά κι από μακριά το χωριό να μας κλείνει το μάτι συνωμοτικά.

Φυσικά η κατάβαση ήταν πολύ πιο δύσκολη από την ανάβαση. Τα πόδια μας, εξαντλημένα πια, δεν υπάκουαν στις εντολές μας, σχεδόν κουτρουβαλούσαμε στην πλαγιά- μωρέ καλά μας έλεγε ο πατέρας να κρατήσουμε δυνάμεις για το κατέβασμα- η κούραση είχε εξαπλωθεί σε όλο μας το κορμί αλλά τα μάτια έλαμπαν ακόμα· είχαμε αγγίξει την κορυφή. Κατεβαίνοντας, ο πατέρας σταμάτησε ξαφνικά. Ακούστε παιδιά. Φλογέρα. Ένας τσοπάνης καθόταν κάπου που δεν μπορούσαμε να τον δούμε. Ακούγαμε μόνο τη μελωδία που έβγαινε από τη φλογέρα του. Ήμασταν μικρά για να καταλάβουμε τη συγκίνησή του στο άκουσμα αυτής της μελωδίας, αλλά δεν ήμασταν μικρά για να τη νιώσουμε.

Κοντεύω τριάντα κι όταν ακούω φλογέρα κλαίω.

Φτάσαμε στο σπίτι εξαντλημένοι, η μαμά ήταν στο τσακ να αρχίσει να ανησυχεί, κινητά δεν υπήρχαν τότε φυσικά, αλλά και να υπήρχαν δεν υπήρχε σήμα, μόνο μετά από χρόνια ήρθε μια εταιρεία και αναβάθμισε το χωριό, κότσαρε πάνω σε έναν λόφο μια κεραία και μας είπε, τώρα μπορείτε να επικοινωνείτε, μια πανύψηλη, άσχημη κεραία που δεν έδεσε ποτέ με το τοπίο, φοβού τον πολιτισμό και δώρα φέροντα. 

Κοιμηθήκαμε για αρκετές ώρες και όταν ξυπνήσαμε η κούραση είχε πάρει δρόμο. Και δώστου να λέμε ιστορίες στη μαμά λες και πήγαμε στη χώρα των θαυμάτων, και είδαμε και αετό μαμά, αλήθεια, είχε κάτι τεράστια φτερά και πετούσε μόνος, σαν τον λούκι λουκ του ουρανού ήταν, και διψάσαμε λίγο αλλά δεν πειράζει, γιατί εκεί πάνω ο αέρας που φύσηξε μέσα μας ήταν αλλιώτικος, όχι σαν της Αθήνας, μύριζε διαφορετικά, πώς να στο πω, ήτανε μόνος του ο άνεμος εκεί πάνω αλλά δεν τον ένοιαζε.

Στο χωριό δεν είχα ποτέ τηλεόραση, ίντερνετ, παρέα, τίποτα. Όταν πηγαίναμε, άρπαζα τη γκλίτσα, έβαζα την αγαπημένη μου κασέτα στο γουόκμαν, φορούσα τα ακουστικά στα αυτιά και έφευγα. Περίπατος. Έβρισκα έναν μεγάλο βράχο, ανέβαινα πάνω, και είμαι σίγουρη ότι από μακριά φαίνονταν ευδιάκριτα τα σύννεφα των ονείρων μου να ξεπετάγονται από το κεφάλι μου και κόβουν τις δικές τους βόλτες στον ουρανό. Άσε που έβλεπα πάντα αστέρια τη νύχτα, αλλά δεν τα μετρούσα ποτέ, γιατί λέει όποιο παιδί μετράει τα άστρα βγάζει κάτι κόκκινα σημάδια στο χέρι του που δεν φεύγουν ποτέ. Και η πιο ακριβή στιγμή, τα βράδια του Αυγούστου, όταν έπεφτε το σκοτάδι, μέσα στην απόλυτη ησυχία με φώναζε ο πατέρας στο μπαλκόνι για να ακούσω το πιο όμορφο τραγούδι. Άκου, μου έλεγε. Τραγουδάει ο φίλος μας. Αηδόνι. Μόνο εκεί, σ’ αυτό το χωριό, σ’ αυτό το μπαλκόνι, μαζί με τον πατέρα, έχω ακούσει αηδόνι αληθινό. Κι ούτε που θέλω αλλού να ακούσω.

Πατέρα, τα αηδόνια δε μ’ αφήνουνε να κοιμηθώ· όπου κι αν βρίσκομαι.

σελήνη άνευ νόμου

«ο ήλιος μας δίνει φως, αλλά το φεγγάρι προσφέρει την έμπνευση. αυτός που κοιτάζει τον ήλιο με γυμνό μάτι μπορεί να τυφλωθεί. αυτός που κοιτάζει το φεγγάρι με γυμνό μάτι, μπορεί να γίνει ποιητής.»

ραλφ έμερσον

To-daxtylo-kai-i-selini-1-315x236

-είναι πολλά και πού να στα εξηγώ

 όλο ερωτήσεις είσαι αδερφούλα μου

 σκέψου απλά

 πώς ανάβεις το τσιγάρο

 πώς πίνεις το ποτό

-πολλοί είναι οι όμορφοι λίγοι οι γοητευτικοί

-περίπλοκο πράγμα η γοητεία

 αυτοπεποίθηση και αδυναμία

 κίνηση και σιωπή

 εξυπνάδα και αφέλεια

 χιούμορ και πρακτικότητα

 κυνισμός και φόβος

-μα θέλει να θέλεις να πολεμάς με πολλούς τρόπους για να γίνει η ζωή από έλος εύφορο χωράφι

 κι ίσως τότε να συμβαίνει αυτό που εγώ λογαριάζω

 τότε που δεν υπάρχουν άλλες εγκλίσεις

 παρά μόνον η οριστική

 δεν υπάρχει θα ήθελα, αν μπορούσα, στο μέλλον θα,

 κάποτε θα μπορούμε, παλιά ήμουν

 και ούτω καθεξής

 υπάρχει μόνο το τώρα, το είμαι εδώ, το παλεύω, το ζω,

 το είμαι ένα

 αδρανοποιείται ολόκληρη η γραμματική και το συντακτικό

 οι χρόνοι γίνονται ένας

 αφανίζεται το παρελθόν και το μέλλον

 υπάρχει μόνο το παρόν

 ζεματιστό

 το ίδιο και οι εγκλίσεις

 καμιά υποτακτική

 καμιά ευκτική

 ορίζεις τα πάντα

 μόνο η οριστική

 αλλά και τα πρόσωπα

 δεν υπάρχουν άλλοι, εμείς, εσύ, αυτοί, εκείνη

 όλα συμπυκνώνονται σε μια στάλα εγώ

 που νιώθει ότι του ανήκει όλη η γη

-έι· τι λες; omnia sunt communia

-κι από νομικά τίποτα δε γνωρίζω

 μόνο ότι νόμος είναι το δίκιο της αγάπης

 όπως και να ‘χει

 εμένα η μεταφορά σαν σχήμα λόγου

 μου εμπνέει πιο πολλή εμπιστοσύνη από την κυριολεξία

 είναι πιο μαγκάκι, του πεζοδρομίου, στα μέτρα μου

 γιατί με βοηθάει να υπεκφεύγω χωρίς υπεκφυγές

 ενώ η κυριολεξία- σωστή κυρία

 στρογγυλοκάθεται στις εκθέσεις των πανελλαδικών,

 πίνει το τσάι της και μας κοιτάζει αφ’ υψηλού

 εμάς που πατώσαμε

 και ξέραμε από πριν το γιατί

-κι εμένα μου αρέσει η μεταφορά γιατί συνδέει τα νοήματα

 μπορείς να πεις με όμορφο τρόπο κάτι περίπλοκο

 απλοποιεί τα πράγματα χωρίς να τα απλουστεύει

-περιέργως για να χειρίζεσαι τη γλώσσα

 πρέπει να σκέφτεσαι

 με τρόπο μαθηματικό

-παρ’ όλα αυτά το ανύσηχος ποτέ δεν θα το γράψω σωστά

-μιλάς για τέτοια λέξη

 άτακτη

 πώς γίνεται να τη γράψεις σωστά;

 χάνει την ουσία της

-άσε που πρέπει να τελειώνει σε -ήχος

 

 τελικά μου αρέσουν οι ερωτήσεις σου γιατί είναι απλές

 

 στην υγειά του ήλιου και του φεγγαριού

 το τελευταίο τσίπουρο

-καλό σας βράδυ κύριε

ούτε οι κόντηδες στα εφτάνησα δεν μιλάνε έτσι

-μα δεν είμαστε λόρδοι

 είμαστε ποπολάροι

 αφέντη μου

 να σε χαρώ.

υ.γ.1: ο διάλογος είναι τρομακτικά αληθινός, η έμπνευση μοιρασμένη δίκαια στα δυο και τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν σε όποιον νιώσει άμα τη αναγνώσει.

υ.γ.2: ευχαριστώ.

μπερλινάλε

~η ειρωνεία.ως σχήμα λόγου.συνοψίζεται.στο γεγονός.πως η λέξη μπερλινάλε.σχηματίζεται από τις λέξεις.μπερλίν.και.φινάλε.~

639af23831732d3cec36ca36df86cefd_XL

το βαγόνι είναι μουντό

είναι η ώρα βλέπεις, η στιγμή

που σα να αδειάζουν όλα ξαφνικά

τα φώτα πέφτουν βαριά πάνω στα μάτια μου

λες και γέρασα νιώθω

ένας τύπος με κοιτάζει

κι αμέσως μαντεύω τις πρόστυχες σκέψεις του

απέναντί μου ένα παιδί με καταγάλανα μάτια

 διαβάζει τη φόνισσα·

 ώσπου άξαφνα αλλάζει βιβλίο

εναλλάσσει τη φόνισσα με τη δωδέκατη νύχτα

και πριν αναρωτηθώ γιατί κουράζει έτσι το μυαλό του

τον ακούω να απαντά στο κινητό

μαθητευόμενος ηθοποιός δηλώνει

και η μπλούζα που φοράει γράφει

εκκωφαντικά

μπερλινάλε

η αθήνα θα είναι πάντα όμορφα άσχημη τις νύχτες

κι εγώ θα συνεχίσω να την βαδίζω

πάντα νύχτα

πάντα άφοβα

πάντα έτσι

οι συρμοί θα συνεχίσουν την πορεία τους

η κηφισιά, ο πειραιάς, και ανάμεσά τους εσύ

την έχω ξαναζήσει τούτη τη στιγμή, μόνο πιο βίαιη

ίδια βραδιά

ίδιο βαγόνι

ίδιο φεγγάρι

η μνήμη με τρύπησε· μ’ ανάγκασε να ξαναγίνω νέα

και καθώς το βαγόνι έφτασε στον προορισμό του,

άφησα το χαμόγελό μου και κατέβηκα

θα σου πω μόνο

όσα βαρετά γράφουν οι ταξιδιωτικοί οδηγοί

από μένα τίποτα άλλο δεν θα μάθεις

τα υπόλοιπα, όλα, είναι κατάδικά μου

τώρα πια ξέρω γιατί γύρισα

επανάληψη, βλέπεις. μήτηρ μαθήσεως

ανακαλώ τις νίκες που έχασα

θυμάμαι τις ήττες που κέρδισα

μου φαίνονται ίδιες· αξεχώριστες

πιστεύω την αλήθεια σου και προσπερνώ το ψέμμα σου· ανέκαθεν.

μέχρι να πάρουμε το μπλε λεωφορείο

 θα θυμάσαι πάντα ποια ρούχα φόρεσες σ’ έναν χωρισμό.

άνοδος των μυρίων, η

1208747_10200888393947007_499785804_n

 

Άκου. Άμα είναι να πούμε αλήθειες τότε να μην φοβηθούμε. Άκουσέ με. Μην κοιτάς που χαμογελάω όλη μέρα σαν ηλίθια, μην κοιτάς που σου γελάω συνωμοτικά και σου λέω δεν έχω κάρτα, θα σου κάνω αναπάντητη όταν έρθω- άλλο που εσύ, κανενός παπά ευαγγέλιο, πήγες και μου αγόρασες μονάδες για να έχω στο κινητό- το νιώθω πως πάμε κατά διαόλου. Κάτι αλλάζει προς το χειρότερο. Θυμάσαι που λέγαμε ότι ο πάτος δεν έχει πάτο; Κατεβαίνουμε κι άλλο. Αργά, υγρά, βασανιστικά. Η κάθοδος των μυρίων της εποχής μας και δεν βρέθηκε ένας ιστορικός της προκοπής να την καταγράψει. Ένας πελοποννησιακός και κλείσαμε. Είπαμε να μην το βάλουμε κάτω αλλά ψάχνω να ελπίσω σε κάτι και καταντάω να ακούω έξω φωνή τους Κερκυραίους που ξημεροβραδιάζονται ανάμεσα στη σύγχυση και το γέλιο και να διαβάζω από την ανάποδη- το πίσω μπρος, αν έχεις το θεό σου– τον Επαναστατημένο Άνθρωπο του Αλμπέρ μήπως βρεθεί και κάτι ακόμα για οξυγόνωση. Κανένας δεν ήθελε να τελειώσει ο Αύγουστος και μόνο εγώ ήθελα να γυρίσω στην Αθήνα, με κούρασε η νωχέλεια, να γυρίσω στη δουλειά μου, να σιγουρευτώ ότι ακόμα έχω δουλειά, ο ένας απολύθηκε, ο άλλος ετοιμάζεται για έξω, ο τρίτος θα δουλεύει πια τρεις μέρες και τις υπόλοιπες θα αναρωτιέται γιατί ανέβηκε η μυωπία του τρεις βαθμούς μέσα στο Μετσόβιο τόσα χρόνια, ρε στραβώνει το πράγμα ολοένα και πιο πολύ, δεν το βλέπετε; Κι ύστερα βγαίνεις μια βόλτα στις γειτονιές το σούρουπο και βλέπεις κόσμο στα μαγαζιά, χαμός, φέρε μπύρες να πιούμε, έχει ο θεός, μαλάκα μου αλήθεια έλεγε ο άλλος, λεφτά υπάρχουν, και πιο πολύ από όλα με πειράζει που ακόμα πιστεύουν σε θεούς και δαίμονες όλοι αυτοί οι άνθρωποι, κι άμα τους πεις λίγο στην πλάκα λίγο σοβαρά πως πάνω από τα σύννεφα είναι τα αστέρια, πιο πάνω η στρατόσφαιρα και πιο κει άλλα σύμπαντα, αλλά τίποτα το θεϊκό γιατί θεοί είμαστε μόνο εμείς οι ίδιοι, ο θεός κατάγεται από τον πίθηκο ρε μάγκες, σε στήνουν στον τοίχο και σε πυροβολούν, πάει αυτή αποτρελάθηκε, κάπου έχει μπλέξει. Δεν αντέχουν μάτια μου οι άνθρωποι να νιώσουν πως είναι μόνοι, οι μόνοι υπεύθυνοι για τη ζωή τους, κλείνουν τα μάτια στην αλήθεια, καλά όλοι το κάνουμε αυτό δε λέω, αλλά καμιά φορά που ανοίγω τα μάτια μου ορθάνοιχτα στην καταιγίδα μετά τον τρόμο έρχεται η απελευθέρωση, αλήθεια σου λέω, δοκίμασέ το έστω μια φορά, είναι ωραίο, σα να κάνεις έρωτα φαντάσου.

Ωραία και τα νησιά και οι θάλασσες και τα τοπία και τα φαγητά αλλά εγώ φέτος έψαχνα για [α]γωνίες. Κοιτούσα τους ανθρώπους στα μάτια, λαχταρούσα να δω την αγωνία στο βλέμμα τους, γιατί από την αγωνία γεννιέται ο ελεύθερος, από τη γωνία ξεπηδά η ιδέα και η σκέψη, μην τα στρογγυλεύετε όλα ρε παιδιά, άμα έχεις γωνίες μαθαίνεις να είσαι ευλύγιστος, άμα είσαι στρογγυλός κουτρουβαλάς από τις κατηφοριές αδιάφορα και μόνο ο θάνατος σε σταματάει κι ούτε που νιώθεις πόνο ή χαρά, απλά κατρακυλάς. Στις εσοχές και τις εξοχές σου είναι που πληγώνεσαι, κι άμα πληγώνεσαι παλεύεις να επουλωθείς, κι άμα μαθαίνεις να παλεύεις μαθαίνεις να νικάς.

Είπαμε, θα σου πω αλήθειες. Με κυριεύει ο φόβος πολλές φορές, όχι τις νύχτες, οι νύχτες με αγαπάνε γιατί τους χαρίζομαι, αλλά είναι κάτι πρωινά που φοβάμαι, οδηγώ και σκέφτομαι γιατί να μην υπάρχει και έκτη και έβδομη ταχύτητα, ο συμπλέκτης σταματάει στην πέμπτη και μετά τι; Δεν υπάρχει τίποτα άλλο μετά, κι αυτό είναι που με κάνει να κλαίω, η ανυπαρξία του μετά.

Η πιο μισητή λέξη της δεκαετίας είναι η λέξη μέλλον. Τη φοβόμαστε γιατί την καταστρέψαμε. Κι αυτή μας εκδικείται γιατί της στερήσαμε το λόγο ύπαρξης.

Κι έτσι τι κάνουμε οι άνθρωποι; Ξαναγυρνάμε πίσω. Στον κουβά του παρελθόντος. Κι ούτε μαθαίνουμε απ’ αυτό, ούτε το αγαπάμε, ούτε συμφιλιωνόμαστε. Αναμασάμε τις ίδιες έχθρες ξανά και ξανά, ξανανάβουμε φωτιές από χρόνια σβησμένες μπας και νιώσουμε λίγη ασφάλεια, την οικειότητα του ξανά και ξανά καμένου δάσους. Δεν μας νοιάζει που είναι καμένα τα δέντρα, φτάνει που ξέρουμε πώς είναι, το έχουμε ξαναζήσει, παίζουμε στο γήπεδό μας. Μα για αναδάσωση ούτε λόγος.

Κοίτα δεν σου κρύβομαι. Φοβάμαι. Είναι που φέτος στο διάβα μου από Αιγαίο και Ιόνιο είδα πολλούς με κάτι σβάστικες στο μπράτσο και κάτι ελληνικές σημαίες- κουρελόπανα, πανάθεμά τα- και με έπιασε μια θλίψη. Συνομήλικοι. Θα μπορούσαμε να πίναμε χυμό μαζί και να γελάμε με τους μαλάκες τους παλιούς που κύλησαν αίμα την Ευρώπη και όχι μόνο γιατί δεν είδαν ποτέ στ’ αλήθεια τι είναι αυτό που τους φταίει στις ζωές τους. Μα τι χυμό να πιεις με βλέμμα κενό απέναντί σου; Κι εγώ πια, έλεος, το στόμα μου δεν ξέρω να το κλείνω, βγαίνω από τα ρούχα μου και παλεύω να εξηγήσω σε αυτιά που δεν ακούνε πια γιατί έχουν βουλώσει οι φλέβες και οι αρτηρίες και οι αδένες από κακία ότι η αγάπη και η ελευθερία θα με στείλουν στον αγύριστο πριν την ώρα μου, ναι το ξέρω ότι η ζωή είναι μικρή για να είναι θλιβερή ρε βλάκες ηδονιστές, αλλά δεν με νοιάζει αν είναι μικρή ή μεγάλη, με νοιάζει να είναι όμορφη.

Κι από ειρωνεία; Πού να στα λέω. Πόσες φορές άκουσα και φέτος από φίλους και γνωστούς και συγγενείς και αγνώστους και εχθρούς για τις βλακείες που κάθομαι και γράφω, για τις χαζές μου τις ιδέες, για τα όνειρά μου που είναι τόσο μα τόσο ηλίθια, μια χαρά κορίτσι είσαι, έχεις τη δουλίτσα σου, έχεις τις σπουδές σου, θα κάνεις κι έναν καλό γάμο κι όλα τα άλλα να πα’ να γαμηθούν, τι τα θες και τα σκαλίζεις μωρέ όλα αυτά, εμείς διαβάζουμε ό,τι λες και γελάμε πολλές φορές, μην ασχολείσαι και μην πωρώνεσαι, ούτε στη δουλειά σου κάνει καλό αυτό, και μέσα σε όλα αυτά ένας πατέρας που μου χαμογελάει συνωμοτικά, μην σταματήσεις να γράφεις μου λέει, κι εγώ σηκώνω και πάλι κεφάλι, εντάξει, ήσουν ποτέ με τις πλειοψηφίες για να είσαι και τώρα ή νοιάστηκες ποτέ αν σε λένε τρελή και αλλοπαρμένη; Άστους μωρέ. Ου γαρ οίδασιν.

Χαμόγελο.

Εντάξει τώρα που στα είπα πάνω κάτω νιώθω καλύτερα.

Εξάχνωση φόβου θα το ονομάσω το φαινόμενο.

Καλύτερα είμαι, αλήθεια σου λέω.

Ε γι’ αυτό μάλλον γράφω. Για να ξορκίσω το φόβο, που θα ‘λεγε και κάποιος χριστιανός.

Κερνάω όνειρα, ψήνεσαι;

 

ξανά ποτέ

 

IMG_0990

ξαναπιάνω το μολύβι

ελαφρύ τρέμουλο

ξαπλώνω στο εφηβικό μου κρεβάτι

τρέχουν εικόνες

έρχονται από το μέλλον

 

εσύ μετανιώνεις για το μέλλον

εγώ πάλι για το παρελθόν

 

διάτρηση εγκεφάλου

οι εικόνες πλημμύρισαν το δωμάτιο

 

δεν θα μιλήσω

δεν θα ρωτήσω

δεν θα ουρλιάξω

δεν θα λυγίσω

 

αλλά έτσι έπρεπε

εσύ έκανες την αρχή

εσύ έγραψες και το τέλος

 

γράφω τους υπότιτλους της τελευταίας σκηνής

 

προτού σβήσουν τα φώτα

 

η πανσέληνος του νησιού μπαίνει απ’ το παράθυρο

πώς να αμυνθώ στο φεγγάρι;

οι τοίχοι ραγίζουν

το τσιγάρο καίγεται μόνο του

θρηνεί για το ανόητο τίποτα

το ταβάνι ψηλώνει

 

κάνω μια βόλτα στη σκοτεινή πλευρά

όλα είναι ήσυχα εδώ

η άβυσσος ατάραχη

συνεχίζει να κρύβει τη βρωμιά του έρωτα

τώρα πια φτύνω τις εικόνες με σάλιο πικρό

ο πόνος και η ιεροσυλία

είναι η αιτία και το αιτιατό

το ψυγείο βουίζει

το χέρι γράφει

το μυαλό γυρνάει αριστερόστροφα

 

διάολε, τελευταία σκηνή και δεν έχω δάκρυα!

 

είμαι εδώ, ολόκληρη.

κι εσύ είσαι πια νεκρός.