sine_lege

μας εξαπάτησαν οι εγκλίσεις

Month: Μαρτίου, 2014

τω υπερμάχω

το πεπερασμένο της ζωής μας οδηγεί σε σταυροδρόμια
δεν χωράνε όλα μέσα σε μια παρτίδα
κι έτσι άλλοι πίνουν
άλλοι κυβερνάνε
άλλοι αγαπιούνται
και άλλοι αγαπάνε

 

δεν προλαβαίνω να χωρέσω μέσα σε δυο τρεις τέσσερις σελίδες
μία πλημμύρα του μυαλού αλλιώτικη απ’ τις άλλες
το βλέμμα που θαρρείς πως δεν κοιτάζει πουθενά
είναι του ανθρώπου εκείνου που μέσα από την παρατήρηση έγινε σοφός

λοιπόν, στα κράσπεδα του άστεως των φτωχών
περιπλανήθηκα όλο τούτο το μαρτιάτικο πρωί
ανακριτής ο ήλιος μου και εφέσιμη η ποινή μου
άλλοτε βέβαια τα πεζοδρόμια ήσαν πιο φιλόξενα
-κι αν δηλαδή το δέρμα μου ήταν μελαμψό
τι θα άλλαζε σε μένα-
πάντως εγώ
ακροβατώντας επιδεικτικά ανάμεσα στους επιβήτορες του κρατικού μηχανισμού
και στους θεούς μου που εντός ναού δεν θα τους βρεις
-στέκονται αγαλματένιοι στις πλατείες·
περιστερώνες ιδεών-
απεγνωσμένες έστειλα στα σύννεφα ευχές
να ερωτοτροπήσουν λίγο ακόμα με τις στάλες της βροχής
μέχρι ο ηλιάτορας συμπέρασμα να βγάλει
αν πρέπει έγκλειστη κάπου να ζω
-τι κλινική τι φυλακή· τα κάγκελα είναι που πονάνε-
ή μήπως λόγω ανέντιμου προτέρου βίου
θα συνεχίσω το περπάτημα στα άστη και στα πέριξ
θα τυραννώ τον έρωτα κι ας ζω με την ελπίδα
πως η επιστήμη κάποτε το φάρμακο θα δώσει
με ένα χαπάκι μαγικό να μην ξαναρρωστήσω
να γίνει ο έρωτας ζωή· να μην με κρεβατώνει

απόψε ξέρεις, οι χριστιανοί σε εκκλησία θα μπούνε
της θεοτόκου οι χαιρετισμοί θε να τους ανυψώσουν
μα εγώ κοντράρω το θεό και ανάποδα ρωτάω
πότε τους αποχαιρετισμούς οι άνθρωποι θα αντέξουν

 

 

όταν οι εραστές βρουν έναν τρόπο
το τραύμα του αποχαιρετισμού
αναίμακτα να ζούνε
τότε ο έρωτας θα ‘χει
το θάνατο αναμφιβόλως
δια παντός νικήσει

gastarbeiter

σκαπανέας

η οδός λουκάρεως είναι ένας δρόμος με πολλές λακκούβες

τις λακκούβες τις έχουν δημιουργήσει οι κλούβες των ματ

οι ματατζήδες που κάνουνε βάρδια έξω από το εφετείο

είναι ό,τι πιο θλιβερό μπορώ να σκεφτώ για τη φετινή άνοιξη

άραγε οι ματατζήδες όταν γνωρίζουνε ένα κορίτσι να του λένε τι δουλειά κάνουν;

ποια είναι η μέση ταχύτητα γδυσίματος ενός ματατζή που σχολάει και βγάζει τη στολή του;

*

οι στολές είναι απομεινάρι του δωδεκαθεϊσμού

οι στολές είναι απομεινάρι του καπιταλισμού

ο θεός δίας που ερωτευόταν και άντρες και γυναίκες και ζώα

μεταμορφώθηκε σε υπουργούς χωρίς μαλλιά και σε πολιτευτές χωρίς καρδιά

που νομίζουν ότι ο έρωτας γίνεται πάντα κατόπιν παραγγελίας και με αντικαταβολή

*

στην οδό λουκάρεως περπατάνε πολλοί χαρτοφύλακες

νέοι και νέες με όνειρα που φτάνουν μέχρι απέναντι στο κολωνάκι

νέες και νέοι με ασφυκτικά κοστούμια και ψηλοτάκουνα οράματα

κάποιος πρέπει να τους πει πως τα οράματα δεν έχουνε ύψος αλλά βάθος

τα όνειρα γίνονται ζωή μόνο μετά τον πνιγμό

στα βάθη των ορυχείων βρίσκονται οι πολύτιμοι λίθοι του ανθρωπισμού

και πού ξέρεις; ίσως και να ‘μαστε απλά οι γκασταρμπάιτερ της ανθρωπιάς

*

σκάβουμε το άνυδρο χώμα με νύχια φαγωμένα από την ηδονή και την αγωνία

κατεβαίνουμε κάπου κοντά στον πυρήνα της γης

γιατί πυρήνας και ουρανός συνθέτουν το άτομο

άλλος θα είναι το ηλεκτρόνιο άλλος το πρωτόνιο

κι άλλος το σωματίδιο της ύλης που κανείς ποτέ δεν ανακάλυψε

*

τα ανώνυμα σωματίδια της ύλης στροβιλίζονται μαζί με τη μαρτιάτικη γύρη

κατακάθονται στα πνευμόνια των μη καπνιζόντων

και τους στέλνουνε στο θάνατο μια ώρα αρχύτερα

και ύστερα οι καπνιστές οργανώνουμε πορεία διαμαρτυρίας

έξω από το υπουργείο αντιύλης

και οι πολιτευτές τρομάζουν με το πλήθος

-πάντα το πλήθος είχε δύναμη θαρρώ-

αρχίζουν να πετάνε τα παράνομα τσιγάρα από τα παράθυρα του υπουργείου

συσσίτια καπνιζόντων σε χρόνια μνημονιακά

και το μνημόνιο να ξέρεις πως έρχεται απ’ τη λέξη μέμνημαι

*

μέμνημαι μέμνησαι μέμνηται

αλλά εσύ λησμόνησες και τους ανθρώπους και τα γαρύφαλλα στο πέτο τους

η λησμονιά πλημμύρισε την καρδιά μου με ατόφιο μίσος ταξικό

με γέρασε πριν την ώρα μου

όσο πάω συρρικνώνομαι

με καταπίνουν οι λακκούβες της λουκάρεως

με κομματιάζουν τα βλέμματα των ματατζήδων

*

δεν επιθυμώ άλλο να πνίγομαι και να γερνάω

ο νους μου υπέκυψε στη σκολίωση

αλλά οι νέοι και οι νέες της λουκάρεως υποφέρουνε μόνο από λόρδωση

ώστε λοιπόν το παράταιρο δεν έχει θέση στη χώρα σας

*

αλλά ο μάρτης θα ‘ναι πάντα ο μήνας των ηρωικών γαρύφαλλων

και οι παράταιροι με τα μαυρισμένα από το σκάψιμο νύχια σκαπανείς

θα φέρνουνε πάντα την άνοιξη

στο αιώνιο πένθος του αστικού σας φθινοπώρου

περσεφόνεια νάρκη

ο ήλιος νικάει το φόβο

κι έτσι η χειμερία νάρκη του φόβου είναι πάντα καλοκαιρινή

 

οι υμνητές του ίσως αγαπούν την άνοιξη

οι αγωνιστές του τώρα θεριεύουν το καλοκαίρι

οι δύο εποχές έχουν μία μόνο διαφορά

από τους οπαδούς τους ετεροπροσδιοριζόμενη

 

για να πεις άνοιξη αρκεί να κρατήσεις τα χείλη σου ανοιχτά

για να έρθει η άνοιξη αρκεί να μυρίσεις τις νεραντζιές

μαγικά νεράντζια φυτρώνουν παντού σε πόλεις και σε στρατόπεδα

αγαπούν καταπώς φαίνεται την ένωση με το τσιμέντο

και ύστερα τη νίκη τους επ’ αυτού

 

για να πεις καλοκαίρι αρκεί το κορμί σου να βουτήξει στο ιώδιο με μόνη επιθυμία να κλείσει τις πληγές του ψύχους, του έρωτα και της βραχνάδας

για να έρθει το καλοκαίρι αρκεί μια ανεπαίσθητη αλλαγή στο πράσινο του θαλασσινού νερού

 

μια αλλαγή που θα τη δουν μόνο

η τελευταία ακτίνα του ήλιου

ένα κοράκι

και το πρώτο αστέρι που φέρνει τη νύχτα

κι ίσως και κάποιος ποιητής που θάλασσα ποτέ δεν είδε

 

-μην απορείς που λέω τα νερά πράσινα

και όχι γαλάζια

δεν εμπιστεύομαι ούτε τα μάτια μου

ούτε τον ηρωικό τους αστιγματισμό

στη χώρα του μυαλού μου είμαστε όλοι δαλτονικοί

και εξάλλου αναρχία είναι η τάξη και η ασφάλεια των χρωμάτων-

 

επιμένουμε να κομματιάζουμε τα χρόνια σε εποχές

προσπαθούμε να ξεχάσουμε

πως το κομμάτιασμα, το ξεκοίλιασμα και οι διαχωριστικές γραμμές του χρόνου

έργο της πιο αιματοβαμμένης ασθένειας είναι

άλλοι την είπαν έρωτα

άλλοι Περσεφόνη

άλλοι πληγή που δεν την έψησε το ιώδιο

 

και τη λέω αιματοβαμμένη

γιατί κάθε μήνα οι γυναίκες θρηνούν και αιμορραγούν

για τα παιδιά που δεν γέννησαν

 

όλοι οι έρωτες της πόλης μας

κείτονται στους υπονόμους της

γι’ αυτό οι αρουραίοι είναι ζώα ερωτικά και σαρκοβόρα

 

όταν οι νύχτες μεγαλώνουν

δεν επιθυμούμε να ανοίγουμε πολύ το στόμα

τα σύμφωνα του αλφάβητου είναι η μπότα του κατακτητή

 

τι κάνεις

πώς είσαι

τα νέα σου

φθινόπωρο είναι η απάντηση σε όλα

 

και όταν πια λυγίσουμε από το κρύο

κλείνουμε το φόβο μας σε λέξεις κούφιες και αδιάφορες

 

τι έχεις

χειμώνας

 

κι ύστερα πάλι όλα από την αρχή

μέχρι να καταλάβουμε πως του Κορνάρου τα λόγια

δεν είναι στίχος αλλά Προφητεία

 

αλλά την ώρα που καταλαβαίνουμε

πως η καμπύλη του χωροχρόνου χωράει εντός της και τα αστέρια και τη Φυσική και τους θεούς

ακούμε ήδη τις φτυαριές

πέφτουν πάνω μας στεφάνια με μωβ αφιερώσεις

 

αν κατηγορώ τον καπιταλισμό για κάτι

είναι που πρέπει να πληρώσεις για να θάψεις και να θαφτείς

 

στην κοινωνία των ονείρων μου

κηδείες και γέννες δημοσία δαπάνη θα τελούνται

και θα συνοδεύονται πάντα από τραγούδια

 

πάντα πίστευα στα τραγούδια πιότερο από ό,τι στα λόγια

ο ρυθμός πήγαινε πάντα την ανθρωπότητα μπροστά

 

οι χοροί μας έφεραν πιο κοντά στην ανακούφιση και τη χαρά της θνητότητας

οι παρελάσεις μας έφεραν πιο κοντά στη φρίκη της πολεμικής αθανασίας

 

μνημεία να χτίσουμε για τους τροβαδούρους

τους ακκορντεονίστες της Ομόνοιας

τα παιδιά των Ρομά που τραγουδάνε τα κάλαντα δώδεκα μήνες το χρόνο

 

κατεβάστε τις σημαίες

υψώστε τις κιθάρες

 

θυμόμαστε πάντα εν τιμή στρατηγούς εθνοσωτήρες

που οδήγησαν τους γιους μας σε ξένο θάνατο στα βουνά της αλβανίας

και λησμονάμε πάντα τους ραψωδούς με τα μακριά μαλλιά

που χάρισαν στις κόρες μας τα δάκρυα της άνοιξης δεκέμβρη μήνα

 

αφότου εμφανίστηκαν στη γη οι αδόλφοι

κατακερματίσαμε το αξιακό μας σύστημα

και νομίσαμε πως ο κόσμος χτίζεται στην ησυχία

 

όμως ειρήνη σημαίνει πόλεμος

ησυχία βρίσκεις μόνο μέσα στο φέρετρο

 

η ελευθερία είναι ανήσυχη

αλλιώς δεν θα ‘χε μέσα της το γράμμα ρο

 

αγαπώ το γράμμα ρο

γιατί με αφήνει να κυλάω

μου λειαίνει τις γωνίες

το γράμμα ρο είναι ο Δημιουργός της καμπύλης

 

-αν σας αγάπησε κάποιος άντρας για τις καμπύλες του κορμιού σας

να ευχαριστείτε το γράμμα ρο-

 

το ρο είναι το γράμμα της γυναίκας

το ταυ είναι το γράμμα του άντρα

-καθώς θυμίζει φαλλό καταλαβαίνουμε πως ο επιβήτορας του αλφάβητου είναι-

 

και δεν είναι τυχαίο που έτσι αρχίζει η λέξη Τροία

 

γιατί οι Ελένες και οι Περσεφόνες της παγκόσμιας Ιστορίας

δε γεννήσανε παιδιά

αλλά αρουραίους

που πριν κλειστούν στους υπονόμους

ήταν ελεύθεροι να κυκλοφορούν σαν άνθρωποι

και να τραγουδούν τις ζωές των μανάδων τους

 

όμως η ωμή αλήθεια πόναγε τον αστικό πολιτισμό

κι έτσι έσβησαν κάθε αναφορά στα τρωκτικά από τις σελίδες της Ιστορίας

 

κι έμειναν μόνες οι γυναίκες

κλεισμένες σε διαμερίσματα

στο περιστέρι

στο μπραχάμι

και στα άνω λιόσια

να αιμορραγούν κάθε μήνα

να ερωτεύονται κάθε μέρα

να ψαχουλεύουν τη μήτρα τους

μήπως απόμεινε πουθενά λίγη αλήθεια

 

και μη θαρρείς πως κατηγορώ τους άντρες

κάθε στρατιώτης που βρέθηκε με ένα σπαθί ορθό και ετοιμοπόλεμο

νόμισε πως θ’ αλλάξει τον κόσμο

 

και στο κάτω κάτω όσων ποτέ δε γράφτηκαν

ο κόσμος πάντα αλλάζει

μόλις το σπαθί συναντηθεί με τη μήτρα

μόλις το ταυ ενωθεί με το ρο

μόλις ο Πάρης αγαπήσει πάλι την Ελένη

μόλις η Κλυταιμνήστρα σκοτώσει το μέγα νικητή Αγαμέμνονα

και μόλις η Περσεφόνη για πάντα με το θεό του Αχέροντα δεθεί

 

και μόλις στρατηλάτες και αοιδοί

για πάντα το αποτύπωμά τους

στην παγκόσμια πανανθρώπινη Ιστορία απαρνηθούν

 

ο φόβος δε νικιέται από τον ήλιο

πέφτει μόνο σε ακούσια νάρκη

όπως ο εραστής θεός ναρκώνεται από τα χάδια της θνητής γυναίκας

που έδεσε ζωή και θάνατο

με τη δύναμη της αγάπης

 

ο φόβος δε νικιέται από τον ήλιο

πέφτει μόνο σε νάρκη

την περσεφόνεια νάρκη

 

 *

εξ αφορμής μιας εικόνας

κυριακή μεσημέρι ζέστη νωχέλεια

Πακιστανοί που πίνουν αναψυκτικά κάθονται στα παγκάκια της πλατείας

χαμογελούν αφήνουν τον ήλιο να μπει μέσα τους

φτάνουν στο μέλλον με το νου

λησμονούν για λίγο το φόβο

ξεσκίζουν την άθλια λέξη μετανάστης

και ξεκινούν να χτίζουν εκεί

στο παγκάκι της πλατείας

τη νέα πανανθρώπινη χώρα

με σημαία μια κιθάρα

κι έμβλημα ένα μελαμψό χαμόγελο

 

στο ραδιόφωνο έπαιζε αυτό

του άι-δημήτρη

να ακούσεις αυτό

ανάποδα την τύχη μου φορώ και ανίερα τα θεία προσκυνώ

λοιπόν ας το παραδεχτώ· το θάρρος της αλήθειας μου ας έχω

ίσως ποτέ δεν μ’ άρεσε η όσια του κόσμου σας θρησκεία

μέσα σε κέντρα εξάρτησης πίνετε δήθεν του αθανάτου νάμα

γονατιστοί ενώπιον ίσων σας –ποιος μοίρασε ρομφαίες;-

 

οι εξομολόγοι της ζωής κι οι δικαστές του άγιου τίποτα

του λάθους μας και του πάθους μας και της ελευθερίας

μέσα στα ράσα τους ασφυκτιούν και λησμονούν τον ήλιο

γιατί το φως μες στους ναούς σε ακτίνες αδιάφορες διασπάται

και ο ουρανός απέρχεται το άπλετο της φύσεως γαλάζιο

 

γίνεται γέρων αυστηρός που θέτει όρους σε υιοθετημένα τέκνα

αν θες γιος μου να ‘σαι θα ζεις ασκητικά· εν οίκω όχι εν δήμω

κι εσείς οι θυγατέρες μου σκεπάστε τα άγια στήθη με μαντήλια

κι εκείνος που σταυρώθηκε ας μείνει εσαεί θύμα των ρωμαίων

ειμί το φως, η οδός ειμί, η απάντηση που στόματα σφραγίζει

 

μα εγώ δεν κάλεσα κανέναν φύλακα το στόμα να μου κλείσει

τα επιφωνήματα του δύσπιστου είναι η δική μου αθανασία

εξάλλου εδώ σας κάλεσα για άλλο λόγο· βαρυτάτης σημασίας·

ιδού ο νυμφίος, ο λούσιφερ, ο άλιωτος, ο άγιος μου δημήτρης

κάλεσμα απευθύνει σε όλους εμάς με σαύρες και με δράκους

 

φίλοι να γίνουμε ξανά· όπως παλιά, τότε που η κόκκινη φυλή

τους κεραυνούς και τις βροντές σε χέρια ανθρώπινα απόθεσε

και αιώνες ολάκερους μετά οι μύθοι ακόμα παραμένουν εν ζωή

έτσι προτείνω να χτιστούν νέοι ναοί, ο καθείς με τον δικό του

και ανέμελα όλοι να λατρεύουμε ό,τι τα βράδια μας σταυρώνει

μη με λησμόνει

μη με λησμόνει

δεν ξέρω μωρέ τι ώρα ήτανε όταν συνέβη, μη με ρωτάς συνέχεια την ώρα.

ήταν μετά από κείνη τη χρονιά που για δέκα μήνες έπαιρνα αντιβίωση. δέκα ολόκληρους μήνες μετρούσα τις ζωές όλων μας με οχτάωρα. κουμπί και ζωή. η αντιβίωση ήτανε μάλιστα ζήτημα ζωής και θανάτου, αν δεν έπαιρνα χάπια θα πέθαινα ξαφνικά χωρίς ποτέ κανένας ιατροδικαστής να μπορέσει να εξακριβώσει το θάνατό μου. μια ασθένεια πιο σπάνια και από τον έρωτα, δεν θυμάμαι το όνομά της, γίνεσαι πιεστικός που όλο ανούσια πράγματα με ρωτάς, σημασία έχει ότι ο γιατρός είχε πει στον άντρα μου πως το μόνο που με σώζει είναι η αντιβίωση.

θυμάμαι τις πρώτες μέρες εκείνης της εποχής που τα χάπια δεν κατέβαιναν πιο κάτω από το φάρυγγά μου, ο σύζυγός μου με κάθιζε στο κρεβάτι και μου έλεγε παραμύθια για να ξεχαστώ και να καταπιώ τα πικρά, άσπρα, σωτήρια χάπια, εγώ δεν παντρεύτηκα γυναίκα έλεγε, παντρεύτηκα ένα μικρό παιδί, και δώστου να μου λέει παραμύθια από τα νιάτα του παππού του, τότε που ήτανε αντάρτης στα βουνά παρέα με τον άρη, και δώστου εγώ να κλαίω την ώρα που ο παππούς του αποχαιρετάει τον άρη γιατί όλοι ξέρουν πια πως θα τον σκοτώσουν από μέρα σε μέρα οι ίδιοι του οι συγχωριανοί, γιατί όλοι ξέρουν τώρα πια πως το όνειρο τελειώνει εδώ, γιατί όλοι καταλαβαίνουν πια πως χάσανε στον πιο μεγάλο της ζωής τους αγώνα, μόνο που δεν μπορούν να διανοηθούν ποιος διασυρμός τους περιμένει στις δεκαετίες που έρχονται, όταν τα μικρά παιδιά του κράτους που θεμελιώθηκε πάνω στον αντικομμουνισμό θα ακούνε αντάρτης και θα φαντάζονται ένα τέρας με τρία κόκκινα κεφάλια και εφτά μαύρα μάτια, μόνο έτσι που λες κατάπινα την αντιβίωση. κι ύστερα ήρθαν οι υπνηλίες. κοιμόμουν για μέρες και νύχτες συνεχόμενες, στο κρεβάτι, στη μπανιέρα, στον πάγκο της κουζίνας, μια φορά είχα αποκοιμηθεί μέσα στο ασανσέρ και με ψάχνανε για έξι ώρες. κατέφτανε όπου κι αν ήταν ασθμαίνοντας ο κακομοίρης, με έπαιρνε στην αγκαλιά του και με έβαζε στο κρεβάτι. πρόσεχε πάντα πώς να με σκεπάζει, γιατί οι νευρώσεις μου είχαν ξεφύγει πιότερο από κάθε άλλη φορά, και αν τυχόν μια ίντσα έστω από το δέρμα μου βρισκότανε ξεσκέπαστη άρχιζα να ουρλιάζω μέσα στην άγρια νύχτα. όταν ξυπνούσα μου έπαιρνε περίπου μισή ώρα να θυμηθώ ποια είμαι και πού, και καθώς περνούσαν οι μήνες μας μπήκαν ψύλλοι στ’ αυτιά πως το φάρμακό μου δεν ήταν αντιβίωση και ο γιατρός μου δεν ήταν γιατρός. μέχρι να ανακαλύψουμε την απόλυτη αλήθεια που δεν υπάρχει έτσι κι αλλιώς, η χρονιά πέρασε και η θεραπεία μου τελείωσε.

πάντως χάπι δεν μπορώ να πάρω από τότε. αν έχω ποτέ πονοκέφαλο, παίρνω μια ασπιρίνη, τη διαλύω σε χλιαρό νερό και πίνω αργά αργά το θολό υγρό, για να καταλαβαίνω καθ’ ολοκληρίαν την αηδιαστική του γεύση. κι ύστερα ανάβω τσιγάρο. το τσιγάρο μετά την ασπιρίνη κάνει το στόμα μου να μοιάζει με σόλα πολυπερπατημένου φτηνού παπουτσιού, αλλά εγώ θέλω να με τιμωρώ συνέχεια για ό,τι άσχημο έχω κάνει στη ζωή μου. μόνο που δεν ξέρω τι έχω κάνει.

έχε βέβαια κατά νου πως δεν έχω πονοκέφαλο και δεν αρρωσταίνω σχεδόν ποτέ. φαίνεται πως η πάλαι ποτέ θεραπεία μου θωράκισε τον οργανισμό μου τόσο βάρβαρα, που ακόμα και τα μικρόβια και οι ιοί με αποφεύγουν.

πάντως ο άντρας μου στάθηκε δίπλα μου βράχος εκείνη τη χρονιά, ήμουν ο μόνος άνθρωπος που είχε πάνω στη γη και σε ολόκληρο το ηλιακό μας σύστημα, αλλά όταν πέρασε ο καιρός και αποσοβήθηκε ο κίνδυνος πρόωρου θανάτου τον άφησα γιατί ερωτεύτηκα έναν σχεδιαστή χαρταετών από την κόρινθο, του άφησα ένα γράμμα και δεν του ζήτησα καν συγγνώμη για την αχαριστία μου, του είπα μόνο την αλήθεια μου· φεύγω γιατί βαριέμαι. και γιατί οι χαρταετοί του μου φτιάχνουν το κέφι. δεν ξανάμαθα νέα του ποτέ.

έζησα έναν χρόνο με τον κορίνθιο αλλά σύντομα κατάλαβα πως οι χαρταετοί είναι μια ψευδαίσθηση, μια χαρά που διασκεδάζει μόνο τις έννοιες σου χωρίς ο καημένος ο χαρταετός να μπορεί να τις πάρει μαζί του να ξαλαφρώσεις λίγο κι εσύ. έφυγα από το σπίτι του κορίνθιου ένα μεσημεράκι. ντάλα ήλιος, το σπίτι παραθαλάσσιο, κάπου σε ένα χωριό που λεγόταν νομίζω κόρφος, κόσμος να κολυμπάει στη θάλασσα, παιδιά να παίζουν, να κλαίνε, να χτυπάνε, να τρέχουν οι μύτες τους, να αναγκάζουν τους μπαμπάδες να φουσκώνουν και να ξαναφουσκώνουν τα στρώματα θαλάσσης, να μαθαίνουν κολύμπι, κοίτα μαμά, χωρίς φόβο. κατάλαβα ότι ήθελα να είμαι κομμάτι αυτού του καλοκαιριού, να γεμίζω το βλέμμα ενός παιδιού με αγάπη, αλλά όχι με τον κορίνθιο. εκείνος είχε για παιδιά του τα σύννεφα -μάλλον τα σύννεφα ήταν οι γιοι του και κόρες οι ουρές των χαρταετών του- κι έτσι έφυγα.

μετά, γνώρισα εσένα. και μαζί σου γέννησα την κόρη μου. μου ζήτησες να σου περιγράψω αδρά το παρελθόν μου. νάτο. αυτό ήταν όλο. το παρακάτω το γράψαμε μαζί θαρρώ.

ναι, έχεις δίκιο, με ρώτησες τι ώρα ήτανε όταν συνέβη. αλλά σου ξαναλέω, έχω σταματήσει να μετράω το χρόνο. κι ας έρχεται κάθε νύχτα να ασημώνει τα μαλλιά μου, κι ας πίνει μαζί μου τον πρωινό καφέ γλείφοντας από τα χείλη μου τις σταγόνες του καφέ κι αφήνοντας τριγύρω τους ρυτίδες. εγώ τον αγνοώ. γι’ αυτό σου λέω πως δεν γνωρίζω τι ώρα ήτανε.

θυμάμαι ωστόσο τα πάντα πεντακάθαρα. είχα βγει να αγοράσω ψωμί του τοστ. πεζή. το παιδί ήταν επίσκεψη σε μια φίλη της. στη γωνία στέκονταν αυτοί. δεν τους είδα. είδα μόνο την αναθεματισμένη αντανάκλαση των μπλε φάρων των μηχανών τους πάνω στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα. γελούσαν, είμαι σίγουρη γι’ αυτό. το γέλιο τους μου ακούστηκε πικρό. με ενόχλησε η παρουσία τους. πάνε χρόνια πολλά τώρα που όλοι γύρω μου τους συνηθίσανε πια, σε κάθε γωνία και πέντε έξι από δαύτους να στέκονται με τα κράνη περασμένα στα μπράτσα και να καμώνονται πως διαφυλάσσουν την τάξιν και την ασφάλειαν. γαμημένο ζόμπι γεώργιε παπαδόπουλε χουντικέ, δεν πέθανες ποτέ. είναι πιο πολλοί από τους γιατρούς, το ξέρεις; και πολλοί περισσότεροι από τους δασκάλους. όπου να ‘ναι φτάνουν σε απόλυτο αριθμό τους ανέργους. κάθε φορά που τους συναντάω κάτω από το σπίτι μου, σιγοτραγουδάω πως οι μπάτσοι μου ξηλώσαν τα δέντρα, την επόμενη φορά θα περιμένω με πέτρα ίσα ίσα για να με ακούσουν. να με ακούσουν να τους αποκαλώ μπάτσους. αλλά αυτή τη φορά ένιωσα ένα βάρος μόλις τους αντίκρισα. χωρίς να ξέρω γιατί ένιωθα τόσο άσχημα -μου πέρασε κι από το μυαλό μήπως ήταν κανένας από κείνους τους σπάνιους πονοκεφάλους και σκέφτηκα να πιω το προσωπικό μου αφέψημα, δηλητήριο πες καλύτερα- ανέβηκα στο σπίτι. συγγνώμη αλλά δεν κοίταξα την ώρα, στο επαναλαμβάνω. δεν πρόλαβα λοιπόν να υποβάλω εαυτόν στο προσωπικό μου βασανιστήριο, όταν άκουσα τις φωνές και τα ουρλιαχτά.

την σκοτώσατε ρε καθάρματα, αυτό άκουσα μόνο και κατάλαβα ότι κάποιος μιλούσε για την κόρη μας. κάποιος σκότωσε το παιδί μου. κάποιος που οδηγεί μηχανή, φοράει κράνος και όταν σχολάσει πετάει από πάνω του τα ρούχα της δουλειάς για να μην φάει ξύλο στο δρόμο.

λοιπόν για να τελειώνουμε δεν ξέρω τι γαμημένη ώρα ήταν αλλά ξέρω ότι το παιδί το σκότωσαν αυτοί.

ο πονοκέφαλος δεν θα μου ξαναφύγει ποτέ πια, το ξέρω. βρήκα όμως τρόπο να τον νικάω για λίγες ώρες. τώρα πια, μέσα στο χλιαρό νερό με τη διαλυμένη ασπιρίνη κόβω ψιλοκομμένα κομματάκια από ό,τι βιβλίο βρω με αναφορά στη ζωή και τα λόγια του άρη. καταπίνω το μίγμα μεμιάς και όχι αργά όπως τότε. τα γράμματα ξέρεις δεν διαλύονται. αλλάζουν διαδρομή και πάνε και κάθονται πάνω στην καρδιά. κι εγώ τότε βυθίζομαι σε μια ονείρωξη δίχως τελειωμό. είμαι λέει κάπου πάνω στο γράμμο, είναι και το παιδί εκεί, τρέχει κυνηγώντας κάτασπρες πεταλούδες, από πάνω μας πετάνε πολύχρωμοι χαρταετοί με τεράστιες, αστείες ουρές, ναπάλμ πουθενά, ένστολοι πουθενά, φέρετρα μικρών παιδιών πουθενά, κάτι τραγούδια με τσαμπούνες ακούγονται από μακριά, σα νησιώτικος μπάλος ακούγεται, φαίνεται πως σε κάποιο νησί έχουν πανηγύρι, μα πώς έχει έρθει το νησί τόσο κοντά εδώ πάνω που είμαστε, α, ξέχασα να σου πω, δεν υπάρχουν πια σύνορα ούτε γεωγραφικά διαμερίσματα.

μόνο τραγούδια.

και κάτι παράξενα λουλούδια.

μόνο που λησμονάω το όνομά τους.

υπέρ παρτίδος

δον κιχώτης_2

ζω σε μια χώρα πάνλαμπρη στυγνή και δοξασμένη

οι κάτοικοι των πόλεων ξυπνάνε τους χειμώνες

ανάβουν τα τσιγάρα τους και κλαίνε ανυπαιτίως

στης νικοτίνης τη γιορτή ακάλεστοι σιμώνουν

 

και μη θαρρείς πως στα χωριά πιο όμορφα ξημερώνει

γιατί στον ανοιχτό ουρανό της φτώχειας νέφη φτάνουν

αν κάποιος πιο άνετα βιοί είν’ ίσως τα μουλάρια

άζευγα ανολοκλήρωτα και με το νου στο χόρτο

 

της χώρας μου οι κάτοικοι αενάως ρημαγμένοι

πενθούν τον ήλιο καίγονται διαβάζουν το κοράνι

ορδές ενστόλων θάβουνε των έφηβων τα νιάτα

φέτος οι κάμποι στέρεψαν λιγόστεψαν τα ψάρια

 

σε στέρφα αμπελοχώραφα από παντού ηττημένοι

σε υπογείων διασυρμών υπόσχεση δοσμένοι

αναζητούν σωτήρα νιο κατέχοντα τη λύση

πίνοντας δίχως να κερνούν του πεύκου τα τραγούδια

 

οι άστεγοι των πόλεων γυρεύουν χαρακίρι

-μνημόνιο και μνημόσυνο ταυτόσημο και αχρείο-

μιμνήσκουν εποχές παλιές να ζήσουνε τις δόξες

όταν ο πλούσιος κι ο φτωχός αδερφικά πεθαίναν

 

στη χώρα μου την πάνλαμπρη που στέγνωσε κι εχάθη

οι άνθρωποί της βούτηξαν στου κέρματος τη λήθη

κι αναζητάνε τη χαρά σε ξηλωμένες τσέπες

λησμόνησε ο κόσμος πια τι είναι η ζωή η καθάρια

 

της χώρας μου οι κάτοικοι αενάως ρημαγμένοι

πενθούν τον ήλιο καίγονται διαβάζουν το κοράνι

ορδές ενστόλων θάβουνε των έφηβων τα νιάτα

φέτος οι κάμποι στέρεψαν λιγόστεψαν τα ψάρια

 

σε στέρφα αμπελοχώραφα από παντού ηττημένοι

σε υπογείων διασυρμών υπόσχεση δοσμένοι

αναζητούν σωτήρα νιο κατέχοντα τη λύση

πίνοντας δίχως να κερνούν του πεύκου τα τραγούδια

 

και οι λίγοι που αρνηθήκανε ψυχές να εμπορευτούνε

κλειστήκαν στα λευκά κελιά του νου και του ονείρου

στων πόλεων τις στέγες που δεν έχουν κεραμίδια

κοιμήθηκαν υψώνοντας του τίποτα σημαίες

 

να τους περιγελάς λαέ τους νέους σου παρίες

κι ύστερα σε ταβέρνα εσύ τραγούδα τους καημούς σου

λαέ εσύ που δεν τολμάς στον ήλιο να φωνάξεις

κι έτσι ατελέσφορα έδωσες στο σκότος την πνοή σου

 

της χώρας μου οι κάτοικοι αενάως ρημαγμένοι

πενθούν τον ήλιο καίγονται διαβάζουν το κοράνι

ορδές ενστόλων θάβουνε των έφηβων τα νιάτα

φέτος οι κάμποι στέρεψαν λιγόστεψαν τα ψάρια

 

σε στέρφα αμπελοχώραφα από παντού ηττημένοι

σε υπογείων διασυρμών υπόσχεση δοσμένοι

αναζητούν σωτήρα νιο κατέχοντα τη λύση

πίνοντας δίχως να κερνούν του πεύκου τα τραγούδια

κοινόν αυτάδελφον

BiczBMgIYAA62b4

φώναξα ώσπου πια να μην με ακούει κανείς

ούρλιαξα ώσπου πια κανείς να μην αντέχει τις κραυγές μου

τυλίχτηκα μέχρι πάνω με τη φωτιά από τα σωθικά μου έτσι που έντερα να μην έχω πια

γιατί χαλάσανε πια τα ζωτικά μου όργανα, με απαρνηθήκανε

με διώξανε από το κορμί μου

να περιπλανιέμαι σε πλατείες που ζητήσανε το οξυγόνο που τους ανήκει

να περιπλανιέμαι σε νεκροτομεία εφήβων

να μοιράζω το φιλί της ζωής που κανέναν ποτέ δεν ζωντάνεψε

 

εγώ είμαι ο έφηβος που σκότωσες

εγώ είμαι το παιδί που θα γεννήσει αύριο η γυναίκα σου

εγώ είμαι ο γιος του αφεντικού σου

εγώ είμαι όλα τα παιδιά που δεν πρόλαβαν να καταλάβουν

που κανείς ποτέ δεν τους εξήγησε

πως οι πατέρες των εκκλησιών μας φλόμωσαν με ψέμμα

 

γρήγορα πείτε σε όλα τα παιδιά την άμωμο αλήθεια

όλοι τους λέτε για το δώρο της ζωής

μα για τους δαναούς σας τσιμουδιά

 

θέλω παιδιά που με φόβο να γεννιούνται

θέλω παιδιά που με δακρυγόνα να αντρώνονται

θέλω παιδιά καταληψίες της μήτρας και του νου

 

θέλω παιδιά που φωτιές μόνο θα βάζουνε

θέλω φωτιές που στα σχολεία θα ζυγώνουν

θέλω τις νύχτες οι αϋπνίες να βασανίζουνε

κάθε κακόμοιρο που ίσως πίστεψε

πως πρόκειται να έχει αύριο

σκοτώνοντας την ίδια τη ζωή

Περίπατος

φοβούμενη μια νύχτα μαύρη τις προάλλες

πως από ασφυξία η ζωή μου θα τελειώσει

πετάχτηκα από το σπίτι σέρνοντας

τις μπάλες που με το κελί μ’ ενώνουν

 

στο δρόμο πάνω, στη γωνία

-και μη νομίζετε, σε λαϊκή νεόπτωχων επαρχία μένω-

συνάντησα μια εξαίσια εικόνα

‘’κι αν κάποτε οι εχθροί σου ξεκινήσουν

με στόχο στην κοιλιά σου πάνω να καθίσουν

θα στέκεις άραγε αγέρωχο λιοντάρι

ή τάχα την πνοή σου όλη έχουν πάρει;‘’

 

με σπρέι μαύρο, βιαστικό και οργισμένο

κάποιος στου γείτονα τον τοίχο ορνιθοσκάλισε

 

στα γράμματα στρογγύλεμα ουδέν

οι τόνοι τα απειλούσαν με εκρήξεις

-ελέω λαού και ελευθερίας

και με σκοπό την προστασία των ηθών

οι τόνοι που όλοι ξέραμε μαράθηκαν

μετονομάστηκαν σε κρότου λάμψης αναιδώς

οι λέξεις πια δεν θέλουν να τονίζονται

οι σκέψεις μας ανατινάζονται τῂ εκφορά των

κι όποιος τονίζει ως εχθρός του καθεστώτος θεωρείται

 

στη νέα αυτή πραγματικότητα

-ρούχο επίσημο του ψεύδους των αρχόντων-

που ευνούχισε τους ποιητές και λείανε τα πάθη

που γκρέμισε τα σπίτια μας και ύψωσε το μήπως

που στέρησε από το λαό και το όχι και το λάθος

καταλαβαίνετε το εξαίσιο της εικόνας

 

κατά παράβαση του νόμου των αρχών

ο εγκληματίας μου θύμισε πληγές και γεγονότα

ξανάφερα στη μνήμη μου το λόγο της οργής μου

θυμήθηκα πώς κάποτε -δεν πάει αλήθεια πολύς καιρός-

κι εγώ κι εσύ παλεύαμε κατά της αδικίας

και πώς το επιτρέψαμε βιαίως να αλωθούμε

 

πλησίασα με αφοβισιά στον τονισμένο τοίχο

έχωσα μες στις τσέπες μου τους κρότου λάμψης τόνους

και χάθηκα στις γειτονιές που βύθισαν στη λήθη και στο γήρας

καπεταναίοι ασήμαντοι και εφοπλιστές αδέκαστοι φονεύοντας τους νέους

 

σύμφωνα με το ανακοινωθέν που εκδόθηκε το επόμενο πρωί

ομάδα αγνώστων νεαρών που πια καταζητούνται

βανδάλισε τα κτίρια του οσίου καθεστώτος

κι όποιος πληροφορίες δώσει περί αυτού

απλόχερα θα πληρωθεί -κουκούλα προαιρετική-

 

εγώ, ο διαβάτης που κάθε βράδυ κυνηγιέται από ασφυξία

σ’ ευχαριστώ, παράνομε των τόνων μαχητή

εγώ, ο αγριεμένος κάτοικος νεόπτωχης περιοχής

σ’ ευχαριστώ, ασυγκράτητε του δικαίου των αδίκων καθεστώτος

ωδή εις το πυρ το εσώτερον

images2

μέσα μου κάτι σπαρταράει

σπάει τα τζάκια και μοιράζει ισάξια τις φωτιές

μισή εδώ μισή εκεί και ολόκληρη δική μας

φωτιά που καίει μα δεν ξεχνά

σπίθα αναμμένη από το μέλλον

με ζέστη από ξύλο δεν ζεσταίνονται οι καρδιές

κι από θεούς μόνο ο πολύτροπος ο προμηθεύς

θυσίασε το δικό του ευ ζην για το επονείδιστο ανθρώπινο γένος

 

πιστεύω πως το λάθος του χριστιανισμού

ήτανε πάνω από όλα

το αγάπα τον πλησίον σου

εγώ τον ξένο αγαπώ

αυτόν που δίπλα μου ποτέ δε στάθηκε

εκείνον που ποτέ μου δε συνάντησα

όποιον με μίσησε μ’ αρνήθηκε με πρόδωσε

όποιον με κούρασε με τσάκισε με πούλησε

 

πλησίον μου κόσμος πολύς

σταυροκοπιούνται και ελπίζουσιν στη μετά θάνατον ζωή

μα σωτηρία χωρίς ζωή δεν είναι σωτηρία

εναποθέτεις την ελπίδα σου στον άνθρωπο

 που βόλτα με τη βάρκα του σε πάει

μα ο βαρκάρης ανέκαθεν φιλάργυρος εδήλωνε

κοστίζουν οι κηδείες φτηναίνουν οι επικήδειοι

στείλτε στεφάνια με κορδέλες μωβ υπέρ της μνήμης αδελφού

 

δεν ξέρω αν χρόνο έχουμε αρκετό

να σώσουμε εαυτόν δια παντός

απ’ την καταστροφή του δράμαλη

του νώε τον κατακλυσμό

του χίτλερ τα στρατόπεδα

της κίνας τα εργοστάσια με εξάχρονους εργάτες

της επαρχίας αρκ τις ανθρωπόμορφες φωτιές

του χρήματος τον πάλλευκο καπνό που ανεμίζει απ’ το βατικανό

 

ίσως ο εαυτός δε σώζεται

η χρήση της προσωπικής αντωνυμίας τώρα αληθεύει

το εγώ υπάρχει γιατί υπάρχει το εσύ

και αν άσκηση ο φιλόλογος μέσα στην τάξη βάλει

θα δεις στην κλίση του εγώ πώς ξεπροβάλλει το εμείς

και άμα δε σώζεται ο εαυτός να σώσεις τον πληθυντικό

γιατί από πλήθος συνέβαινε ανέκαθεν η αλλαγή

όχι μεγάλο· πάντως πλήθος·

 

η θέρμη θέλει άνοιξη και η φτώχεια μας χειμώνα

αυτό που μέσα σου ξυπνά

είναι φωτιά που δεν την άναψε θεός

μια πυρκαγιά που δεν χρειάστηκε τσιγάρο

μια απαλλοτρίωση δασών που δεν ανοίξαν δρόμο σε μπουλντόζες

ένας σωρός με ξύλα που δεν έκαψε βιβλία

μία φωτιά που γέννησε πατρίδες και εξεγέρσεις

σου ‘τυχε άραγε ποτέ, φωτιά που να αναδύει οξυγόνο να αντικρίσεις;