ανδρών τεράτων πάσα γη τάφος

το λοιπό γιατρουδάκο μου τα πράγματα είναι σκούρα. σκούρα μπλε ελέῳ κυβερνήσεως. μαθαίνω ότι στο νησί χιόνισε και σιγά το νέο δηλαδή, εμένα μέσα μου έχει χιονίσει εδώ και κάτι μήνες και τώρα πια παγετός με περικυκλώνει ολούθε, όμως ζω σε σπίτι έστω και προσωρινά και όχι σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, εκεί γράφεται η ιστορία γιατρέ μου, στα καρά τεπέ της ντροπής μας, εκεί που τα ρεπορτάζ του πέτσα τελειώνουν πριν αρχίσουν. χιόνισε που λες στο νησί και ανέβηκε ο κόσμος στον αίνο μπας και ανασάνει άνευ μάσκας και βρήκε κοφτήριο χρημάτων το αιώνιό μας κράτος, στήσανε μπλόκο οι μπλε και γράφανε κόσμο αβέρτα, γιατί το ανθρώπινό τους πρόσωπο παραμένει μαύρο ακόμα και μέσα στο πάλλευκο χιόνι, και τόσο νευρίασαν με την κατακραυγή που μαθαίνω ότι γράφουνε αβέρτα από προχτές και το κουνούπι που ξεμυτίζει. διότι εξουσία γιατρέ μου. εξουσία τα πανθ’ ορώσα και τα πάντα πληρούσα. σε άλλα νέα, από τύχη δεν με βίασαν και έτυχε απλά να μην με κακοποιήσει κάποιος κάπου κάποτε, ό,τι φτάνει στα μάτια και τα αυτιά μας είναι μια μόνο κορυφή του βουνού βρωμιάς και τεράτων που καταδυναστεύουν των γυναικών τον κόσμο, κι όλα αυτά γιατί στρογγυλοκαθίσανε κάτι άντρες διάλε πάρτους σε θέσεις κλειδιά εδώ και αιώνες και από κει αποφασίζουνε με βάση του βρακιού τους τα θέλγητρα ποια θα ζήσει όπως γουστάρει και ποια όχι. αυτούς να πολεμήσουμε θέλω γιατρουδάκο μου, για να φοράνε τα σούπερ μίνι και τις κελεμπίες και τις πιτζάμες και τα ξώβυζα και ό,τι τους γουστάρει τελωσπάντων ρε αλήτες οι γυναικάρες του κόσμου όλου και να σπέρνουνε τον πανικό από την δύναμή τους. σε πιο άλλα νέα, ο γάτος μου ξεχνάει να πιει νερό και γω να φάω και να κοιμηθώ, η νύχτα έχει πάρει τα πάνω της τόσο τρομαχτικά, ξεκινάει και ποτέ πια δεν τελειώνει, είδα στον ύπνο μου ότι ήμουνα λέει σε ένα μπαρ και κάπνιζα και έπινα την μπύρα μου ολομόναχη και τίποτα στον κόσμο δεν με ένοιαζε πια, μόνο που είναι πολλά που με νοιάζουνε και τόσα πολλά που με καίνε, και ξέρεις φωτιά με παγετό είναι πολύ κακός συνδυασμός, ένας θεός δικός σου και δικός μου ξέρει μόνο πού θα βγει ο κατήφορος αυτός. νόμιζα στην αρχή πως είναι ανηφόρα και πως κάποτε θα την ανέβαινα να δω τι μου ‘κρυψε η ζωή στην άλλη του λόφου άκρη, μα τώρα σιγουρεύτηκα πως ζούμε τον κατήφορο, γλιστράω και πέφτω και οι ζαλάδες μου παράπονο δεν έχω δεν με εγκατέλειψαν ποτέ. και τώρα ξέρω, λήξη συνεδρίας, τι να κάνεις κι εσύ, πόσο να βοηθήσεις πια, ακόμα και ο γιωσαφάτ σηκώνει τα χέρια ίσως ψηλά, θα ξαναβρώ εκείνο το ποίημα της εφηβείας μου του ρίτσου, μια σονάτα, εκεί, εκεί θα βρω την εξήγηση για τη ζαλάδα, εκεί στα δεκαπέντε ίσως βρω εξήγηση και για άλλα πολλά. θα σε ξαναενοχλήσω γιατρέ μου με τους φόβους μου παρά πόδα και το ποίημα ανά χείρας, άμα θες στο αναγιγνώσκω κιόλας, διαβάζω όμορφα και ζω άσχημα, και στ’ αλήθεια δεν ξέρω τι να τον κάνω τον κόσμο γύρω μου, τώρα που πια όλοι άσχημα σαν εμένα ζούνε. ζητείται εντέλει εμβόλιο υπέρ της ομορφιάς και της ελευθερίας λοιπόν ντοκτόρι μου καλό. όποιος πόνεσε και ξέρει γιατρέ, το νου σου. και γι’ αυτούς που από στολή ή από φύλο ή από ψήφο εξουσία πουλάνε ένα είναι το σύνθημα που όλες μας ενώνει. ανδρών τεράτων πάσα γη τάφος.