είμαι

είμαι με τους μόνους που περικυκλωμένοι από τα πλήθη ζούνε

είμαι με τα σπίτια στα χωριά που ζούνε ερήμην δέκα μήνες

με τη θάλασσα του δεκεμβρίου είμαι που τη φουρτούνα της δεν έχει πού να την ξεσπάσει

είμαι με κείνους που εκθαμβωτικούς ποτέ κανένας δεν τους αποκάλεσε

που σκύβουν πάνω από την άσφαλτο και τις πληγές των ζώων δεν τις προσπερνάνε

με τη γάτα είμαι που χτυπημένη από άνθρωπο στέκει στο δρόμο και περιμένει να πεθάνει

με τους μόνους είμαι που πνίγονται στις σκέψεις τους χωρίς μια τόση δα του πόνου μοιρασιά

είμαι με την επαρχία των νησιών που αγόγγυστα έξι μήνες κοκτέιλ σε πισίνα σας προσφέρει

κι ύστερα ερημώνει και μικραίνει και εξαφανίζεται από των αρχόντων τα λογύδρια

με τα καντούνια του χωριού μου είμαι που οι λάμπες τους οσονούπω θα σβηστούνε

είμαι με τα βουνά που σκύβουν όταν χειμωνιάζει και με πνίγουν γιατί έχει πάντα μοναξιά στην κορυφή

με κείνες είμαι που όμορφες δεν τις βρήκε κανείς ποτέ

είμαι με κείνον που του λείπουνε τα δόντια τα λεφτά τα εξοχικά και δεν συνάντησε ποτέ την αίγλη

με τον αλβανό που έλληνας δεν έγινε ποτέ είμαι

μέχρι να φέρει μετάλλια χρυσά και διακρίσεις που όπως φαίνεται μια πατρίδα μπορούν να σου χαρίσουν

με τη μάνα είμαι που της σκοτώσαν το παιδί

ήθελαν βλέπεις να προφυλάξουν της ζωής τους τη βιτρίνα από τον έρωτα που τίποτα μα τίποτα ποτέ του δεν κοιτά

με το παιδί που βίασαν είμαι και ύστερα ως τρελό το διαπόμπευσαν

με κείνους είμαι που για να χαρίσουν στους άλλους την ελευθερία ζήσανε μια ζωή φυλακισμένη

με τους μόνους και τους δυστυχείς είμαι που ένα ψέμα ποτέ δεν βρήκε κάποιος παρήγορο να τους ξεστομίσει

 

με τον πόνο ζω που γύρω μου ποτέ του δεν τελειώνει

κι αρνούμαι το παιχνίδι σας να παίξω

πως τάχα χορτάτη και όμορφη πρέπει στις φωτογραφίες σας να δείχνω

γιατί ποτέ δεν έμαθα εντέλει αρμοδίως στο φακό σας να ποζάρω

και με χαμόγελο τρεμάμενο κάθε πρωί να σας καλημερίζω