sine_lege

μας εξαπάτησαν οι εγκλίσεις

Month: Αύγουστος, 2018

φουλ μουν

θα σου πω απόψε την οδό
άκουσέ με προσεκτικά
θα σου θυμίσω το δρόμο
πώς θα ‘ρθεις να με βρεις
σε ικετεύω να μ’ ακούσεις
μόνο για απόψε
μόνο απόψε ζητάω την ακοή σου
όπως αποζητούσα κάποτε το σώμα σου

θα πάρεις λοιπόν τον ίσιο δρόμο
θα διασχίσεις την ακτογραμμή
όχι όχι άκουσέ με
δεν απαιτώ να περπατήσεις πάνω στο νερό
για μένα θαύμα και θρησκεία θα ‘ταν μόνο να ερχόσουν

ο δρόμος είναι παραλιακός
θα απολαύσεις τη διαδρομή
θα περάσεις δίπλα απ’ το παλιό σχολείο
κείνο που δεν το ‘ριξε ο σεισμός
φρεσκαρισμένο σήμερα στην όψη
ένεκα οι εκστρατείες οι προεκλογικές
μα μέσα του κουφάρι έρημο
σαν εμένα που τώρα σου μιλώ

ύστερα θα περάσεις έξω από το πλούσιο ξενοδοχείο
εκεί όπου διακόπτουν τη ζωή τους οι πλουσιοπάροχοι αμερικάνοι
δες τους για μια στιγμή
ανεβασμένοι στα μπαλκόνια
τρώνε σταφύλι άνευ κουκουτσιού
φυλλομετράνε τις επιταγές τους
κι αναρωτιούνται αν ακάλυπτες θα ‘ναι για πάντα οι ζωές τους

εσύ όμως πρέπει να συνεχίσεις
θα πας ευθεία
μην μπεις στο τσιπουράδικο
θα σε μεθύσουνε με λόγια κολακευτικά
κι ίσως ξεχάσεις ύστερα σε μένα να φανείς
σε μια στιγμή ο δρόμος στρίβει
μην μπερδευτείς
εσύ ευθεία
όλο ευθεία
μέχρι να νιώσεις αλμυρίκι και θολά νερά τα πόδια σου να υγραίνουν

ύστερα φυσικά μια εκκλησία
άγιος σπυρίδωνας θαρρώ
μα εσύ μην τη ρωτήσεις τίποτα
τα ξέρει όλα τούτος ο αρχέγονος ναός
όλα όλα σου λέω
πήγα ένα μεσημέρι ξέρεις και ποτέ δεν στο ‘πα
εξομολόγηση σε τοίχο ασβεστωμένο και σε γλαρόπουλο φευγάτο

πέρνα την εκκλησία και συνέχισε ευθεία
στο σκοίνο θα ‘χω αφημένο ένα κλειδί
κι όταν στην έπειτα στροφή με συναντήσεις
ίσως να σου ‘ναι το κλειδί τελείως άχρηστο
γιατί είμαι εκεί που μ’ άφησες
ξεκλείδωτη
παντέρημη
αγέραστη κι αγέλαστη
για σένα γεννηθείσα μια τυχαία πέμπτη

όταν στρίψεις και με δεις
ικεσία σου κάνω να καμωθείς πως σου ‘λειψα
κι ας είναι πια η ζωή σου ξέχωρα πετυχημένη
μια τελευταία πανσέληνο τα μάτια μας να δούνε σου ζητώ
κι ύστερα πέτα το κλειδί
σβήσε το δρόμο από το νου σου
και πες σε όλους πως δεν υπάρχω πια
πως με φαντάστηκα να ζω και να αγαπιέμαι από σένα
και πως για πάντα από το φάντασμά μου έχεις γλιτώσει

ού γάρ οἶδα

‘’ἄφετε τὰ παιδία καὶ μὴ κωλύετε αὐτὰ ἐλθεῖν πρός με·

τῶν γὰρ τοιούτων ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν‘’

κατά ματθαίον ευαγγέλιο (19ο, 1315)

 

χαϊδεύω την κοιλιά μου

εδώ και εξήντα τέσσερα ολόκληρα χρόνια

αφουγκράζομαι την αιωνιότητα που περιμένει να ξεχυθεί

το σώμα μου εποίκησε την ορμή μου

το γέλιο μου κατάργησε τη ματαιότητα

τα χέρια μου ψάχνουν κάπου να ακουμπήσουν

τα δάχτυλά μου δεν γράφουνε πια

περιμένουν κάτι να τα αποσπάσει από δω

 

παιδιά τρέχουν ολόγυρά μου

αλλά εγώ δεν έχω πια μήτρα να τα θηλάσω

πάνε χρόνια βλέπεις

που ξεπούλησα τη φύση μου για την ελευθερία

κι έτσι τώρα στέκω μόνη στο λιμάνι

υιοθετώ κάθε μέρα ένα μικρό γλαρόπουλο

– κάθε μέρα κι άλλο –

και σκορπίζω στον αέρα αγάπη και στοργή ελπίζοντας

πως κάποιος μια μέρα θα τη λάβει

 

χαϊδεύω την κοιλιά μου

εδώ και εξήντα τέσσερα ολόκληρα χρόνια

νικάω τις τύψεις μου ξορκίζοντας την τέχνη με μαγεία

τίποτα όμως αιώνιο δεν πρόκειται πια να ξεχυθεί

ούτε απ’ την κοιλιά

ούτε απ’ τα δάχτυλα

ούτε καν από κείνο το κίτρινο βιβλίο με τη γελοία αφιέρωση

‘’σε σένα που γέννησες ζωή μες στη ζωή μου‘’