άκουσε // δεν βιαζόμαστε να φύγουμε βαρκάρη // ευχόμαστε να κρατούσε για πάντα αυτό το δεκαήμερο βλέπεις // μόνο που αν κρατούσε παραπάνω για κάτι άλλο θα νιώθαμε δίψα κατόπιν // θηρία ανήμερα // ανικανοποίητα // υπό διαρκή ταλάντωση // το γραπτό μας μηδενίζεται στη φυσική
φώναξε η ζωή σου χάνεται πάει // ανάθεμά τες για πορείες // το αιώνιο τίποτα της απογοήτευσης // όλο την αλλαγή να κυνηγάμε κι όλο αυτή να μην μας κάθεται // σαν κάτι γυναίκες που τις κυνηγούν διαρκώς οι άντρες κι ας ξέρουν πως ποτέ δεν θα γίνουν δικές τους // τους αρκεί θαρρείς η θήρευση // να πάρω μαζί μου κι έναν καβάφη τώρα που το ‘φερε η κουβέντα // τα άπαντα θα πάρω // είναι ανακουφιστικός
αγέρα να ‘σαι τιμωρός να ‘σαι και παιχνιδιάρης // σε τούτα τα νησιά φυσάει πάντα // τα κορίτσια δεν φτιάχνουν τα μαλλιά τους // γνωρίζουν το ανώφελο // όλοι πουλάνε εσάρπες κι όλοι αγοράζουν κάτι να ρίξουν απάνω τους // ο αέρας καταντάει ενοχλητικός // φλερτάρει με τη θάλασσα κι εκείνη του θυμώνει // άσε με ήσυχη πια // του φωνάζει με παράπονο στη φωνή // μου διώχνεις τον κόσμο κι εγώ στέκομαι εδώ μόνη και περιμένω τους ανθρώπους μου τόσους μήνες // έχεις σκεφτεί ποτέ ότι η θάλασσα μπορεί να σε λαχταράει πιο πολύ από ό,τι την επιθυμείς εσύ; // της λείπουμε
οι τελευταίες μέρες του αυγούστου με βρήκαν ξαπλωμένο σε αγκάθια // πόσα τραγούδια γράφτηκαν για το μήνα με το ομορφότερο φεγγάρι // συνήθως το έβλεπα από το μπαλκόνι ή από την αετόσταση // φέτος θα ερωτευτώ // πλάκα μας κάνεις // πάνε χρόνια από τότε που ερωτεύτηκες αληθινά // φτάνω τα τριάντα και καταλαβαίνω το αυτονόητο // δεν είμαι ρομαντική // ποτέ δεν ήμουν // τι θα διάλεγες ανάμεσα στον ήλιο και το φεγγάρι
μια λέξη μου λείπει μόνο // το δέκα καθέτως // πέντε γράμματα // το ένα νεκρό // να συναντήσεις τους νεκρούς σου και φέτος // να τα πείτε // πώς περνούν // σε σκέφτονται // άραγε να κλαίνε οι πεθαμένοι // μια λέξη σου λέω και λύθηκε το σταυρόλεξο // το καλοκαίρι είναι σταυρόλεξο // ούτε θάλασσα // ούτε ούζο // ούτε ήλιος // ούτε καρπούζι // ούτε αγάπη // ούτε νησιά // ούτε βουνά // μόνο λέξεις που σταυρώνουν η μία την άλλη // χάνομαι στα ασπρόμαυρα κουτιά // μπαμπά βοήθησέ με
αν δεν χωράς πουθενά // έκλεισα εισιτήριο // αν δε χωράς μέσα σε μια άθλια πατρίδα // πουτάνα ολκής // το καράβι λέει δεν έχει κενές θέσεις // μη σε νοιάζει // θα ταξιδέψουμε με το πειρατικό του κάπταιν τζιμ // εκεί βρίσκεις πάντα θέση // φτάνει να ξέρεις να παραπατάς // πού θα πάει θα ξεκολλήσει // ναι πήρα και καββαδία μαζί μου // μην ανησυχείς // τόσα χρόνια που ταξιδεύει ο άντρας σου στους ωκεανούς σου τηλεφωνεί και σου διαβάζει καββαδία από την άλλη άκρη της γης κι εσύ κλαις // τόσα χρόνια από ευτυχία // να κλαις από ευτυχία τι ευτυχία ρε συ
κόκκινα σύννεφα στον ουρανό κι εσύ γελάς // θα έρθω να σε πάρω από το λιμάνι και φύγαμε κατευθείαν για την πλατεία // δύο καφέδες τέσσερα πακέτα τσιγάρα και ιστορίες από τότε που ήμασταν παιδιά // μου έλειψες // να πάμε με το αμάξι και στον άη-σπυρίδωνα // και να ακούμε έξω φωνή τις ιστορίες με τα μπλε λεωφορεία και να ουρλιάζουμε μόνοι // εκκωφαντικές οι σιωπές που έχουμε ζήσει παρέα
δώδεκα μέτρα από την πόρτα σας // κατεβαίνω με το κορσάκι την ηρακλείου // λιγοστός φωτισμός // κανένας πεζός // στα καταστήματα η λέξη εκπτώσεις γραμμένη με κάθε πιθανή γραμματοσειρά // με όλα τα χρώματα // γραμμένη ίσια // γραμμένη ανάποδα // προλάβετε τις προσφορές // είναι θλιβερή λέξη η έκπτωση // στρίβω αριστερά στο φανάρι // στα δεξιά μου η εφορία // στα αριστερά μου ο αγοράζω χρυσό // ο παράνομος κλέφτης και ο νόμιμος μαυραγορίτης ένθεν και ένθεν του δρόμου // να πάτε να γαμηθείτε // φωνάζω // αφού η μαμά σας το θέλει // να φάμε απ’ το ίδιο καρβέλι // με τη γενιά του ε.α.μ.
καλύτερα να μ’ έλεγαν μαρία και να ‘μουν ράφτρα μες την κοκκινιά // όχι όχι προτιμώ το δικό μου // έκανες την επιλογή σου // τώρα κάνω κι εγώ τη δική μου // καμιά επιστροφή // αναστεναγμός // γαμημένη νοσταλγία // μου πήρες τα καλύτερα βράδια // πώς το ‘φεραν η μοίρα και τα χρόνια να μην ακούσεις έναν ποιητή // μέσα σε φάκελο έβαλα προσεκτικά την ψυττάλειά μου // το καλή αντάμωση στα γουναράδικα έγινε καλή αντάμωση στα ξερονήσια // ένας φαύλος κύκλος είμαστε // ποιος θα τον σπάσει // θα ζω άραγε για να το δω
φεύγουμε // και μαζί // και ο καθένας μόνος // ναι φεύγουμε τώρα // μόνο να τελειώσω το γρίφο μου // μια μόνο λέξη μου λείπει σου λέω // το δέκα καθέτως // πέντε γράμματα // ένα νεκρό // δεν έχω ιδέα ποια λέξη είναι // ξέρεις τώρα που το ξανασκέφτομαι // μπορεί να μην είναι λέξη // μπορεί να είναι άρωμα ή τραγούδι ή φιλί
Τώρα είναι που δεν πρέπει να χάσουμε την ελπίδα μας, το καταλαβαίνεις; Θέλει δύναμη, το ξέρω. Θα το καταφέρουμε. Μαζί.
Διαβάζω πως η ανεργία θα φτάσει για τους νέους κοντά στο 50%. Αναρωτιέμαι πού θα φτάσει η κατάσταση. Πόσο πιο μακριά, πόσο πιο χαμηλά, πόσο πιο εξευτελιστικά; Τι θέλουν από μας;
Να μην έχεις παράπονο, σου λένε. Βρήκες δουλειά, ταχτοποιήθηκες, μπήκες σε μια σειρά. Ας τους πει κάποιος πως τα όνειρά μας δεν είχαν να κάνουν ποτέ με δουλειές, καριέρα, πολλά λεφτά και ακριβά ρούχα. Ταχτοποιήθηκα; Γιατί τι είμαι, φάκελος προς αρχειοθέτηση;
Τα όνειρα, αυτά που τολμάς να σκεφτείς εκείνα τα μαγικά λεπτά πριν κοιμηθείς, αυτά που δεν τολμάς να ξεστομίσεις γιατί θα σε περάσουν για τον τρελό της γειτονιάς, δεν περιέχουν τίποτα που να αγοράζεται ή να ανταλλάσσεται με δεκάωρα κλεισμένα σε γραφεία, αποθήκες και εργοτάξια. Είναι σκέψεις γεμάτες χρώμα, τραγούδια, βλέμματα και χαμόγελα. Είναι αναπαλλοτρίωτα. Υπάρχουν και επιβιώνουν σε όλα τα πολιτικά και οικονομικά συστήματα, επί αριστερών και δεξιών κυβερνήσεων, στη φτώχεια, στον πλούτο, στις χαρές και στη θλίψη. Ξέρω πως δεν θα σταματήσουμε να κάνουμε όνειρα, φοβάμαι όμως πως τα όνειρά μας θα μεταμορφωθούν σε σχέδια. Πόσα λεφτά έχω, μπορώ να πληρώσω το χαράτσι, τι χρωστάω στην τράπεζα, περνάω το μήνα μέχρι να ξαναπληρωθώ, να πάρω δεύτερο ποτό ή άστο καλύτερα, έχω βενζίνη για να πάω μέχρι την Αλσούπολη, πότε θα ξαναβάλω κάρτα στο κινητό, τι μισθό να βγάζει άραγε αυτός; Τρομακτικό.
Πριν από περίπου σαράντα χρόνια, όταν ο πατέρας μου πέρασε στο Πανεπιστήμιο, η επιτυχία του έγινε η είδηση σε όλα τα γύρω χωριά. Θα γινόταν επιστήμονας! Ζούμε στην εποχή που η εύρεση εργασίας αποτελεί την είδηση του μήνα για ολόκληρες γειτονιές. Βρήκε δουλειά! Πληρώνεται; Πόσα παίρνει; Πάλι καλά να λέει, τυχερή είναι. Το αναφαίρετο δικαίωμα στην εργασία έγινε ηράκλειος άθλος. Όχι, δεν δικαιούσαι πια να δουλεύεις. Υποχρεούσαι να λες κι ευχαριστώ, λες και κάποιος σου κάνει χάρη, λες και το νόημα της ύπαρξής σου συγκεντρώνεται σε ένα οχτάωρο, λες και η ύπαρξή σου αποτιμάται σε χρήμα.
Γιατί να λέω πάλι καλά γαμώτο σας; Ποιος σας είπε ότι ο στόχος της ζωής μου αρχίζει και τελειώνει εκεί; Θέλω να ανασαίνω ελεύθερη, και ναι, αυτό είναι ένα όνειρο ζωής για μένα. Θέλω να κοιτάζω τον ήλιο κατάματα, να νιώθω ότι το είναι μου εξαπλώνεται πάνω από το κλεινόν άστυ, φτάνει μακριά, σε πόλεις που δεν θα αντικρίσω ποτέ, σε ανθρώπους που μου χαμογελούν χωρίς να με γνωρίζουν, σε θάλασσες με περίεργα πράσινα και μπλε νερά, θέλω να χορέψω μαζί με τους φύλαρχους της Αφρικής, να διαλογιστώ μαζί με Ινδούς δασκάλους, να τραγουδήσω σε γερμανικά καμπαρέ. Θέλω να ζήσω.
Κοιτάζω από το παράθυρό μου έξω. Πέρα από την Κηφισίας απλώνεται η ανοιξιάτικη Αθήνα. Το φως του ήλιου λούζει τα άσχημα κτίρια, ο ουρανός είναι ανέφελος, διάολε η Αθήνα είναι τόσο όμορφη ώρες ώρες! Σαν αυτές τις ατελείωτες ιστορίες αγάπης, τους έρωτες που δεν τελειώνουν ποτέ πραγματικά, τα ζευγάρια που χωρίζουν, σε βαρέθηκα πια, θα γνωρίσω κάποιον άλλον καλύτερο, φεύγω, φωνάζει ο ένας στον άλλον, μέχρι να ξανασμίξουν γιατί τίποτα πια δεν είναι όμορφο όταν δεν είναι μαζί- έτσι κι εμείς, λατρεύουμε να μισούμε αυτήν την πόλη. Την ποδοπατάμε, την αναγκάζουμε να γεράσει πριν την ώρα της, τη βρίζουμε, αλλά εκείνη μας δίνει μια ηλιόλουστη μέρα και αμέσως την ερωτευόμαστε από την αρχή- άτιμο θηλυκό!
Άραγε την αγαπάμε τη χώρα μας; Γέμισε ασχήμια, βρωμιά, φασισμό. Οι αρουραίοι βγήκαν από τις τρύπες τους και αλωνίζουν ελεύθεροι. Αλλά εμείς παλεύουμε για να πληρώσουμε τη δόση στην τράπεζα, δεν έχουμε χρόνο να ασχοληθούμε μ’ αυτό. Έχουμε τα προβλήματά μας βρε αδερφέ! Μα υπάρχει κάποιο άλλο πρόβλημα που να μας αφορά πιο προσωπικά από ό,τι μια ανελεύθερη χώρα; Είναι η δική μας χώρα ρε! Μπορούμε να την ξαναφτιάξουμε ή είναι μάταιο; Η αγωνία με πνίγει τις νύχτες, αλήθεια σας λέω. Έτσι θα ζήσω; Και τι θα λέω στα παιδιά μου; Το νιώθετε κι εσείς ότι μέρα με τη μέρα το ανάστημά μας μικραίνει;
Ζητείται ελπίς, έγραφε ο Αντώνης Σαμαράκης, σήμερα πιο επίκαιρος από ποτέ. Ξέρω ότι δεν πρέπει να το βάλουμε κάτω, ξέρω πως τώρα πρέπει να ατσαλωθούμε ακόμα πιο γερά, καταλαβαίνω πως ο αγώνας τώρα ξεκινά. Δίνω εντολές στον εαυτό μου να μην χάνει την πίστη του στους ανθρώπους, να ανασαίνει βαθιά, να ελπίζει και να συνεχίσει να κάνει τρελά όνειρα. Μόνο που στις εντολές τώρα πια μπαίνει κι ένας αστερίσκος, μια υποσημείωση: *ενεργοποίηση. Μόνο πράξη, που λένε και οι Πραξιματίες, το γνωστό πανκ κίνημα που άλλαξε τον ρουν της ιστορίας της Κυψέλης.
Οι εποχές άλλαξαν. Αγαπητέ κύριε Καστοριάδη, ευπειθώς αναφέρω πως επέλεξα.
– Μαμά, άκου να σου πω τι έγινε σήμερα στο σχολείο με τις φίλες μου!
– Δώσε μου λίγο χρόνο σε παρακαλώ, το κεφάλι μου πάει να σπάσει. Θα τα πούμε αργότερα.
Ό,τι πω και ό,τι γράψω δεν θα είναι σίγουρα αντικειμενικό. Αλλά έτσι κι αλλιώς σε όλα τα ζητήματα πάντα παίρνουμε μια θέση όταν δημοσιοποιούμε την άποψή μας- χωρίς φόβο και πάντα με πάθος.
Είμαι δασκαλοπαίδι. Ένα περήφανο δασκαλοπαίδι. Κάποτε η μαμά ενός φίλου μου με χαρακτήρισε έτσι, και από τότε λάτρεψα αυτήν τη λέξη, αυτοσυστήνομαι με αυτήν, μου φαίνεται τόσο γλυκιά και ταυτόχρονα τόσο αληθινή. Παιδί δασκάλων λοιπόν, καθηγητών για την ακρίβεια, έχω ζήσει από κοντά τον κλάδο, τις ευκολίες του, τις δυσκολίες του, τις στιγμές ευτυχίας που μπορεί να σου χαρίσει, τις αμήχανες στιγμές, τη ζάλη, την ευθύνη, το θυμό, τον εκνευρισμό, τη χαρά της γνώσης, όλα αυτά που μάλλον σου ακούγονται σαν βγαλμένα από ελληνική ταινία, αγαπητέ αναγνώστη.
Τη δεκαετία του ’90 που λες, όταν το κύριο ζήτημα στην πλειοψηφία των ελληνικών νοικοκυριών ήταν το πώς θα βγάλουμε λεφτά, στο δικό μου το σπίτι καθόμασταν στο τραπέζι με τον αδερφό μου για να φάμε και ακούγαμε να μιλάνε για τις τάξεις τους, την πορεία της ύλης, για εκείνο το πολύ καλό παιδί που είναι ορφανό και μάζευαν κρυφά λεφτά για να μπορέσει να πάει εκδρομή μαζί με τα άλλα τα παιδιά, για το Σίμο, τον αδερφό της Σοφίας, που είναι ο πιο έξυπνος μαθητής που είχε ποτέ ο πατέρας μου- πήγαινα κι εγώ στο σπίτι της Σοφίας για να παίξουμε και κοιτούσα τον αδερφό της με θαυμασμό και δέος, πωπω ο Σίμος είναι πολύ έξυπνος, σκεφτόμουν- για εκείνη την άριστη μαθήτρια που έγραψε ολόκληρο διαγώνισμα αρχαίων χωρίς μισό λάθος, έλα Ελένη να σου δώσω να διαβάσεις μια έκθεσή της, το κορίτσι είναι διαμάντι, για τους βαθμούς που έπρεπε να παραδώσουν και η μαμά μου έχανε τον ύπνο της για ένα εικοσαήμερο- πώς θα γίνει να μην αδικήσω κανέναν, να επιβραβεύσω τους καλύτερους, να δώσω ώθηση στους μέτριους, να δημιουργήσω κίνητρο για τους αδύναμους, κανένας δεν πρέπει να αδικηθεί– για την κούραση του μυαλού τους κάθε μεσημέρι που γυρνούσαν σπίτι, χρειάζονταν οπωσδήποτε μία ώρα ξεκούρασης για να συνεχίσουν τη μέρα τους, καμιά φορά μου φαινόντουσαν σαν ζόμπι, λιγάκι χαζοί, σαν να μην είχαν και πολλά κουράγια- μα, γέροι είναι και πρέπει να ξαπλώσουν μεσημεριάτικα;
Καμιά φορά θύμωνα μαζί τους. Ασχολείστε με εκατό άγνωστα παιδιά και δεν ασχολείστε με τα δικά σας, τους φώναζα! Η πιο συχνή φράση που άκουγες μέσα στο σπίτι μου είναι «το κεφάλι μου βουίζει, κάντε λίγη ησυχία σας παρακαλώ». Αμάν ρε μαμά, τέσσερις ώρες τη μέρα δουλεύεις και κουράζεσαι, είσαι υπερβολική. Ο κοινωνικός αυτοματισμός από το ίδιο σου το σπλάχνο! Άσε που μου την έδινε άσχημα που όλοι ήξεραν τι άρωμα φοράει η μαμά μου, τι αυτοκίνητο οδηγάει ο μπαμπάς μου, αν πηγαίνει στη μαμά μου το κόκκινο κραγιόν, πώς είναι ο πατέρας μου όταν νευριάζει, ένιωθα ότι όλοι μπαίνουν μέσα στο σπίτι μου απρόσκλητοι, εγώ δεν ήξερα τίποτα για τις οικογένειες των άλλων, κι αυτοί ήξεραν τα πάντα για μας. Αλλά είχα δεν είχα, το κόλλησα το μικρόβιο. Για δέκα χρόνια το αγαπημένο μου παιχνίδι ήταν το σχολείο, οι φίλες μου με έλεγαν ξενέρωτη, κανένας δεν ήθελε ποτέ να παίξουμε σχολείο, αλλά δεν με ένοιαζε, γιατί εγώ όταν μεγάλωνα θα γινόμουν δασκάλα, ονειρευόμουν να μπω σε μια τάξη και να διδάξω αρχαία, μην κοιτάς που μετά ερωτεύτηκα τον Νίκο Κούρκουλο στις ταινίες που έπαιζε τον Εισαγγελέα, την ψώνισα για τα καλά και τράβηξα για αλλού, για μένα ακόμα και σήμερα η δουλειά του δασκάλου δεν είναι δουλειά, είναι λειτούργημα.
Να σε ξαναπάω πάλι στο παρελθόν, αγαπητέ αναγνώστη. Οι γονείς μου που λες, δεν είχαν ποτέ το νου τους στο να βγάλουν λεφτά. Γι’ αυτό και δεν έβγαλαν, άλλωστε. Ήταν πάντα κάπως εκτός εποχής. Αν ζητούσα λεφτά από τον πατέρα μου για να ψωνίσω ρούχα και παπούτσια, η κουβέντα ξεκινούσε από το γνωστό «δεν έχουμε λεφτά» για να καταλήξει σε μια μίνι ανάλυση του Κεφαλαίου του Μαρξ- ανάθεμα την ΚΝΕ- και στο ότι τα υλικά πράγματα δεν σε κάνουν ευτυχισμένο και δεν έχουν καμία αξία. Αηδίες. Πώς θα πάω εγώ διακοπές αν δεν έχω τουλάχιστον πέντε μαγιώ να αλλάζω; Μόλις τελείωσα το σχολείο έπιασα δουλειά και έβγαλα όλο μου το άχτι. Γέμισα τις ντουλάπες μου με ρούχα και παπούτσια, καλλυντικά και διακοσμητικά, έτσι που μου έρχεται τώρα να τους βάλω φωτιά και να τα κάψω. Οι «αηδίες» του πατέρα μου πήραν σάρκα και οστά μπροστά στα μάτια μου. Αν πάλι ζητούσα λεφτά από τον πατέρα μου για να μάθω την πέμπτη ξένη γλώσσα που μου καρφώθηκε στο μυαλό, για να αγοράσω κάτι βιβλία που είχα δει στο βιβλιοπωλείο, για να πάω στο θέατρο, για να κάνω ένα μεταπτυχιακό, τα χρήματα βρίσκονταν την άλλη μέρα πάνω στο γραφείο μου. Έτσι ήξεραν, βλέπεις, φίλε αναγνώστη. Έτσι πίστευαν. Γι’ αυτό έγιναν δάσκαλοι. Γιατί γι’ αυτούς στόχος ζωής ήταν να μπορέσουν να περάσουν στους μαθητές τους και στα ίδια τους τα παιδιά την αξία της μόρφωσης, να μας δώσουν να καταλάβουμε ότι ένα μυαλό με παιδεία δύσκολα θα νιώσει δυστυχία- η μόρφωση είναι στολίδι στην ευτυχία και καταφύγιο στη δυστυχία έχει πει ο Αριστοτέλης- από τη μαμά μου έμαθα ότι με ένα βιβλίο δεν είσαι ποτέ μόνος, γίνομαι γραφική θα μου πεις, γραφική ήμουν πάντα κι εύχομαι να παραμείνω, φίλε αναγνώστη.
Καμιά φορά τους κάνω πλάκα που λες, όλοι τους λέω έχουν μια προίκα να δώσουν στα παιδιά τους, πώς θα παντρευτώ χωρίς τίποτα στην άκρη ρε άνθρωποι; Κι εκείνοι νομίζουν ότι το εννοώ, μου απαντούν με σοβαρότητα. Η προίκα σου είναι αυτά που έχεις στο κεφάλι σου, κι αυτά δεν αγοράζονται, δεν πουλιούνται, δεν μπορεί να στα κλέψει κανείς, δεν αποτιμώνται σε νόμισμα, και όποιος σε αγαπήσει θα σε αγαπήσει γι’ αυτά και όχι επειδή έχεις ή δεν έχεις σπίτι στο όνομά σου. Αυτά μου λένε και τους θαυμάζω ακόμα πιο πολύ. Και περιέργως τα ίδια έλεγε και ο παππούς μου στη μαμά μου όταν ήταν φοιτήτρια, μη νομίζεις, ο παππούς μου, ο Χρηστάκης με το όνομα, ούτε το δημοτικό δεν είχε βγάλει, αλλά κάθε φορά που γύριζε από το σχολείο με τους βαθμούς της μαμάς μου φούσκωνε σαν παγώνι από περηφάνια για την κόρη του!
Ε, μ’ αυτά τα μυαλά τι περίμενες; Γνώρισε η μαμά μου τον μπαμπά μου, ερωτεύτηκαν, παντρεύτηκαν, το ένα μηδέν εις το πηλίκον γνώρισε το άλλο μηδέν εις το πηλίκον, τον πρώτο καιρό έμεναν σε μια γκαρσονιέρα γεμάτη κατσαρίδες, είχε κι ένα παπάκι ο πατέρας μου, πήγαιναν διακοπές το καλοκαίρι και μοιράζονταν μια μακαρονάδα στα δύο, φορούσε η μαμά μου το παλτό της αδερφής της γιατί δεν είχε δικό της, μετά νοίκιασαν διαμέρισμα, δεκαπέντε χρόνια ήμασταν στο νοίκι, και κάποτε αγόρασαν διαμέρισμα, με ένα τεράστιο στεγαστικό δάνειο και δανεικά από παντού. Είχαμε και τη λάντιλακ- Γκόρμπι το έλεγε το αυτοκίνητο ο μπαμπάς μου, ένεκα της προέλευσής του και της Περεστρόικα, δεν τους πήγαινε τους σταλινικούς, του την έσπασε το ΚΚΕ. Εκεί έμαθα να οδηγάω κι εγώ. Lada στον Περισσό οδηγούσε η μαμά μου, εγώ και οι παππούδες! Τα κατάφεραν οι δικοί μου όμως. Και δεν μας δεν έλειψε τίποτα. Δηλαδή είχαμε πολλά παραπάνω από όσα χρειαζόμασταν, για να λέμε και του στραβού το δίκιο. Μόλις ξεχρέωσαν το στεγαστικό δάνειο, μας έβαλε ο Γιωργάκης στο μνημόνιο και άρχισε η κατρακύλα. Στάθηκαν τυχεροί. Είχαν τελειώσει τα δούναι και λαβείν με την τράπεζα εγκαίρως.
Ναι, έχω κόλλημα με τους γονείς μου. Γιατί τους είδα όλα αυτά τα χρόνια να δίνουν τα πάντα για τα δικά τους και για τα ξένα παιδιά, να αγαπάνε αυτό που κάνουν. Και δεν αντέχω ν’ ακούω ότι οι καθηγητές κάθονται, ότι δεν δουλεύουν, ότι είναι η πληγή του δημοσίου τομέα και λοιπές μπούρδες. Κάποτε μάλιστα σε μια συζήτηση άκουσα και το εξής κουλό: ε σιγά μωρέ, και που απεργούν οι καθηγητές τι έγινε; Το μισθό τους δεν τον χάνουν! Μου πήρε μία ώρα για να εξηγήσω στον αδαή συνομιλητή μου ότι αυτό που λέει δεν στέκει, ότι σαφώς και χάνουν το μεροκάματο, αλλιώς ρε εξυπνάκια τι νόημα έχει η απεργία;
Οι μεγαλύτεροι μαθητές της μαμάς μου είναι τώρα περίπου σαράντα πέντε χρόνων. Πόση εντύπωση μου κάνει πάντα, όταν περπατάμε στο δρόμο και την πλησιάζουν άνθρωποι με δικές τους πια οικογένειες, κυρία Φανού τι κάνετε, σας θυμάμαι πάντα με συγκίνηση, και η μαμά μου συγκινείται πολύ, μην κοιτάς που δεν το δείχνει, αλλά αυτή είναι ίσως η πρώτη και η τελευταία αναγνώριση που θα πάρει ποτέ, έχοντας περάσει όλη της τη ζωή μέσα σε σχολικές αίθουσες, και πάμε πάλι παιδιά το ειμί, ποιος θα το κλίνει; Άσε που τον πατέρα μου στο δρόμο τον αποκαλούν δάσκαλο. Δάσκαλε, τι κάνεις; Ανατριχιαστικό δεν είναι;
Δάσκαλος.
Τα τελευταία χρόνια βέβαια η κατάσταση στα σχολεία είναι δραματική. Η παιδεία αλώθηκε, με όλη τη σημασία της λέξης. Ο καθηγητής μπαίνει στην τάξη να διδάξει και οι μαθητές ούτε που τον κοιτάνε. «Ρε παιδιά, να κάνουμε το μάθημά μας;» «Στο φροντιστήριο είμαστε πολύ παρακάτω κύριε, δεν μας απασχολεί το σχολείο σας, ερχόμαστε μόνο για τις απουσίες», απαντούν με στόμφο και ξαναγυρνούν την πλάτη. Και πάλι, απέναντι σε αυτά τα παιδιά, οι καθηγητές βάζουν πλάτη. «Δεν ξέρω τι θα ψηφίσω από βδομάδα στην ΕΛΜΕ, δεν είμαι υπέρ του να χάσουν τα παιδιά τις Πανελλαδικές, όλη η κοινωνία θα στραφεί εναντίον μας, σκέψου να μας επιστρατεύσουν για να διορθώσουμε τα γραπτά των Πανελληνίων τι έχει να γίνει. Κανένας δεν θα πιστεύει ότι τα διορθώσαμε αντικειμενικά και ότι δεν καταβαραθρώσαμε τα παιδιά επίτηδες, λες και το έχουμε κάνει ποτέ», ο πατέρας μου. «Αν απεργήσω δεν θα το κάνω για μένα, αλλά για τους νέους συναδέλφους, που μπήκαν με όρεξη στην εκπαίδευση και δεν τους επιτρέπουν να δώσουν στα παιδιά την αγάπη τους και να διδάξουν», η μητέρα μου.
Χμ. Θα τους ήθελα πιο μαχητικούς. Αλλά πάνω από όλα τα παιδιά.
Αυτοί είναι οι δάσκαλοι των παιδιών σου, φίλε αναγνώστη. Αυτοί είναι που αποφάσισαν να κάνουν απεργία εν μέσω Πανελλαδικών, αυτοί είναι που «κρατάνε όμηρους τους μαθητές», που δεν υπολογίζουν το μέλλον των παιδιών σου, οι ίδιοι που πέρασαν όλη τους τη ζωή για να τα μάθουν γράμματα, που τα αγάπησαν σαν δικά τους, που τα προστάτεψαν από το κράτος και καμιά φορά και από σένα τον ίδιο, που δουλεύουν χωρίς θέρμανση το χειμώνα και χωρίς κλιματισμό το καλοκαίρι, που πληρώνονται σχεδόν τα μισά από ό,τι στο παρελθόν αλλά δεν τους νοιάζει, γιατί έχουν το μικρόβιο του μάθε παιδί μου γράμματα με όποιο κόστος, αυτοί είναι που αν αποφασίσουν να κάνουν απεργία πρέπει να κατέβεις μαζί τους στο δρόμο.
Αν γλιτώσει το παιδί, υπάρχει ελπίδα.
Οι πρώτοι που το υπερασπίζονται χρόνια τώρα, είναι οι ίδιοι του οι δάσκαλοι.