του νεκρού φωτογράφου
«πετάγομαι το βράδυ απ’ το κρεβάτι και κόβω βόλτες.
πού γυρνάς μες στη νύχτα; με ρωτάει.
δεν ξέρω τι να της απαντήσω.
τι να της απαντήσω;
της είπα προχθές ότι για εμάς καμία Νυρεμβέργη δεν θα υπάρξει.
ότι εμείς ξέραμε.
αυτό που μας τρώει τα σωθικά και για το οποίο ταχθήκαμε να χαλάμε τη ζωή μας, που δεν είναι αναγκαστικά σπουδαίο, ίσως ούτε και συνταρακτικό, είναι οπωσδήποτε κάπως αδύνατο πλέον να ειπωθεί με το συνήθη τρόπο.
ψάχνω.»
ν. α.
να βγω κι εγώ μια φωτογραφία
γελαστή και γυμνασμένη με χείλη ροζ και βλέμμα ασταθές
τραβήξτε με κι εμένα μια φωτογραφία
ίσα να δω πώς φαίνεται η αδιαφορία στο φακό
να με θυμάμαι όταν περάσει ο πόλεμος
μα σας παρακαλώ· τραβήξτε με κι εμένα μια φωτογραφία
κρίμα να πάει χαμένη μια ολόκληρη βραδιά
θέλω να με θυμάμαι όταν ολάκεροι λαοί δεν θα υπάρχουν πια
όταν οι βόμβες αφανίσουν πια λογής ανθρώπους και χωράφια
να με θυμάμαι επιθυμώ
να, βγάλτε με εδώ δίπλα στο αφρίζον κύμα
εδώ που ξέβρασε η μάνα θάλασσα κουφάρια
εδώ που υπερχείλισε ο αχέρων ποταμός
μόνο προσέξτε της γενιάς μου το φεγγάρι
θέλω να φαίνομαι χλωμή τάχα φτωχή και ταλαιπωρημένη
κι ας πλέουν γύρω μου μωρά φουρτουνιασμένα
κι ας μείνανε τα στόματα αδειανά από ζωή
κι ας έρχεται ολόγυρα ο άδης χορτασμένος
τραβήξτε με ακόμα μια φωτογραφία
γιατί οι άνθρωποι χωράμε πια σε έναν τόσο δα φακό
ίσα να φαίνονται τα άδεια μας κρανία
ίσα να γράφουμε συνθήματα στους τοίχους
ίσα να σπαταλάμε τα υγρά του σώματος για ίδιους σκοπούς
μα σας παρακαλώ· μια τελευταία λήψη επιθυμώ
εδώ κάτω από της άπληστης ένδειας το φεγγάρι
ίσα να με θυμάμαι
όταν αντίκρισα για τελευταία φορά της ύπαρξής μου το κενό
*φωτογραφία τραβηγμένη στο λένινγκραντ εν έτει 1937, περιμένοντας την επέλαση των ναζί