sine_lege

μας εξαπάτησαν οι εγκλίσεις

pet scan

τομογραφώ τη ζωή μου

μαγνητίζω σκηνές και ριπές

ρινίσματα χαράς και ψήγματα ζωντάνιας

δακρύζουν τα ποζιτρόνια ειρωνικά

μείνετε ακίνητοι

τούτη την ώρα σκιαγραφείται η αντιληπτική σας ικανότητα

μετακινούμαι μέσα σ’ ένα ασημί φορτηγό

γύρω μου οι ανάγκες νιαουρίζουν

πλένω συμμαζεύω σφουγγαρίζω

μα το χάος όλο μου κρύβει τη βρωμιά του

συγκατοίκησα βλέπεις κάποτε με τους γεννήτορες φόβους σου

λυπάμαι

μα οι ελεγκτικοί σας μηχανισμοί απέτυχαν

όχι όχι

δεν λυπάμαι

τα κατάφερα να σας εξαπατήσω

ποιήτρια

μην με αποκαλείτε ποιήτρια

μεταποιήτρια είμαι

μοδίστρα στιγμών

κυνηγός χρωμάτων

τοξοβόλος της ασχήμιας

χορεύτρια στίχων

ίστωρ ηττών

μοντέλο αποτυχιών

δικολάβος ιδεολογιών

παραποιώ την αλήθεια

μιαν αλήθεια χρωματιστά περιτυλιγμένη

με φτώχια και ψέμα

αποστραγγίζω την τρυφερότητα

και διακτινίζω την ομορφιά στο πυρ το εσώτερόν σας

βλέπεις

προληπτικά αγαπήθηκα

και κατασταλτικά πάντοτε ισοπεδώθηκα

διάβασα το νόμο

κι ερωτεύτηκα παράφορα τους παράνομους

παράφορα

κατάφωρα

ανυπόφορα

φέρω προθέσεις και κινητοποιώ συνδέσμους

μείνετε ακίνητη για ολόκληρη τη νεότητά σας

ζούμε τα καλύτερά σας χρόνια

με γραμματική συντακτικό

και κάτι προθέσεις με χίλιους δυο αγνώστους

σηκωθείτε

η εξέταση έλαβε τέλος

ανέλπιστα σθεναρή σταθήκατε

στέκω πάντα ασθενής και ασταθής μα δεν το καταλάβατε

ιδού το σφίξιμο των δοντιών επί τριακονταετία απέδωσε σφοδρά

δωρίστε μας την ψυχή σας

και θα εξαφανίσουμε τις ρυτίδες σας

περάστε στο ταμείο

υπέρηχοι οφειλών

και απόηχοι στιγμών

σκλήρυνση του δέρματος κατά κύματα θλίψης

συγχαρητήρια

αειθαλής διορισμός σε θέση άνευ ευθυνών

η φυλακή σας θα συνεχίσει για πάντα να υπάρχει

είμαι

είμαι με τους μόνους που περικυκλωμένοι από τα πλήθη ζούνε

είμαι με τα σπίτια στα χωριά που ζούνε ερήμην δέκα μήνες

με τη θάλασσα του δεκεμβρίου είμαι που τη φουρτούνα της δεν έχει πού να την ξεσπάσει

είμαι με κείνους που εκθαμβωτικούς ποτέ κανένας δεν τους αποκάλεσε

που σκύβουν πάνω από την άσφαλτο και τις πληγές των ζώων δεν τις προσπερνάνε

με τη γάτα είμαι που χτυπημένη από άνθρωπο στέκει στο δρόμο και περιμένει να πεθάνει

με τους μόνους είμαι που πνίγονται στις σκέψεις τους χωρίς μια τόση δα του πόνου μοιρασιά

είμαι με την επαρχία των νησιών που αγόγγυστα έξι μήνες κοκτέιλ σε πισίνα σας προσφέρει

κι ύστερα ερημώνει και μικραίνει και εξαφανίζεται από των αρχόντων τα λογύδρια

με τα καντούνια του χωριού μου είμαι που οι λάμπες τους οσονούπω θα σβηστούνε

είμαι με τα βουνά που σκύβουν όταν χειμωνιάζει και με πνίγουν γιατί έχει πάντα μοναξιά στην κορυφή

με κείνες είμαι που όμορφες δεν τις βρήκε κανείς ποτέ

είμαι με κείνον που του λείπουνε τα δόντια τα λεφτά τα εξοχικά και δεν συνάντησε ποτέ την αίγλη

με τον αλβανό που έλληνας δεν έγινε ποτέ είμαι

μέχρι να φέρει μετάλλια χρυσά και διακρίσεις που όπως φαίνεται μια πατρίδα μπορούν να σου χαρίσουν

με τη μάνα είμαι που της σκοτώσαν το παιδί

ήθελαν βλέπεις να προφυλάξουν της ζωής τους τη βιτρίνα από τον έρωτα που τίποτα μα τίποτα ποτέ του δεν κοιτά

με το παιδί που βίασαν είμαι και ύστερα ως τρελό το διαπόμπευσαν

με κείνους είμαι που για να χαρίσουν στους άλλους την ελευθερία ζήσανε μια ζωή φυλακισμένη

με τους μόνους και τους δυστυχείς είμαι που ένα ψέμα ποτέ δεν βρήκε κάποιος παρήγορο να τους ξεστομίσει

 

με τον πόνο ζω που γύρω μου ποτέ του δεν τελειώνει

κι αρνούμαι το παιχνίδι σας να παίξω

πως τάχα χορτάτη και όμορφη πρέπει στις φωτογραφίες σας να δείχνω

γιατί ποτέ δεν έμαθα εντέλει αρμοδίως στο φακό σας να ποζάρω

και με χαμόγελο τρεμάμενο κάθε πρωί να σας καλημερίζω

μηνολόγιον

οκτώβρη γιατί κλαις

πλαγίως τίθενται οι ερωτήσεις μου πια

βλέπεις η εξουσία βιαίως μου επίταξε

όλα μου τα σημεία της στίξης

δια λόγους ευθύνης κοινωνικής που την ονόμασε ατομική

λοιπόν οκτώβρη γιατί κλαις

σου κλέψανε το χ απ’ την καρδιά

θυμάμαι την επανάστασή σου

που χώρα θα λάβει όμως τον άλλον μήνα

ίσως και τον άλλον αιώνα πια

δίφθογγοι ύπουλοι

του καπιταλισμού στρατιώτες άβουλοι

κι εμείς ακόμα αναζητάμε φθόγγους που

και γλώσσα και ζωή να δυσχεραίνουν

πορείες μηχανοκίνητες στο κέντρο της αθήνας

τραγούδια πάνω απ’ τον τάφο μεγάλων συνθετών

και δάκρυα μιας εξέγερσης ανεπίστρεπτης

μην κλαις οκτώβρη πια

ένας νοέμβρης κάποτε κι ύστερα δυο δεκέμβρηδες

γέννησαν τις χρονιές που για πάντα πια δικές μας είναι

τώρα μετράμε τη ζωή μας πια κάνοντας λόγους μόνο υποθετικούς

και στα ημερολόγια οι χειμώνες δώδεκα χρόνια διαρκούν

κι όταν θα φλεβαρίσει κάποτε ξανά

οι αμυγδαλιές που θα ξυπνήσουν απ’ τη διασωλήνωση

θα εισπνεύσουν όλη μας τη μοναξιά που απ’ τα τζάκια βγαίνει

και θα μας ρίξουν με χαμόγελο στης άνοιξης την άγρια αρένα

και τότε πάλι οκτώβρη θα σε περιμένω πάνω στα βουνά

νέα που θα παφλάζουν από τη θάλασσα του μάη να σου δώσω

και νεογέννητα μωρά από του αύγουστου τα γλαροπούλια

ίσα για να ο κύκλος της χρονιάς αισίως άδοξα και όπως όπως κλείσει

και πάλι τη ζωή μας αδιαμαρτύρητα άθικτη και εύθραυστη

στα έσοδα έξοδα του παρελθόντος έτους να εσωκλείσουμε

το κάπνισμα σκοτώνει

τα τσιγάρα σας
διαχωρίζονται από όποιον νόμους θέτει

με γνώμονα αποκλειστικό των βιομήχανων την τσέπη

σε μαλακά και σε σκληρά
το ίδιο άλλωστε και τα πακέτα τους
βιομηχανία μαζική

εκλέπτυνσης της βαρβαρότητας
λείανσης της σκληράδας
και φοροαποφυγής των ευθυνών

τα σκληρά τσιγάρα εισβάλλουν μέσα σου
σε ξεγυμνώνουν
τα ρούχα σου πεταμένα στην καρέκλα
το μυαλό σου έκθετο στον υπέροχο τρόμο της ζωής
τα χέρια σου κρεμασμένα ζητούν βοήθεια
τα στερεμένα ποτάμια μοιάζουνε ξαφνικά να κυλάνε ανάποδα
κι εσύ ακίνητος απορείς πώς άραγε έφτασες μέχρι εδώ

τα μαλακά τσιγάρα σε χαιρετίζουν φιλικά
ύπουλα σου σφίγγουν τα πνευμόνια
πίσσα και νικοτίνη σου χαρίζουν με αφειδία

και μια συντροφιά που τάχα δε ζητάει ανταλλάγματα

ένας αναπτήρας στέκει εξάλλου πάντα κάπου εκεί κοντά

φίλος καρδιακός
και συ νομίζεις δήθεν

πως μόνος σου ξανά ποτέ δεν θα ‘σαι

έτσι και τα πακέτα σας

τα καυτά ζητήματα της τσέπης αφορούν

τα μαλακά πακέτα χωράνε παντού
στα δύσκολα και στα εύκολα
μια τόση δα τσέπη αποζητούν
στο βόλεμά σου σύντροφοι και πρωτεργάτες
κυκλοφορούν παντού μαζί σου και άλλο τίποτα δεν αποζητούν
μόνο ένα άγγιγμα δικό σου μέσα απ’ την τσέπη του μπουφάν
ίσα για να αισθανθούν κι αυτά πως κάπου υπάρχουν
κι ας στερηθήκανε όλες της ύπαρξής τους τις γωνίες
για να μονίμως άλλοι στέκονται στα πόδια τους
αγέρωχοι και όμορφοι
και σίγουροι για της ζωής τους τα σήματα καπνού

μα τα πακέτα τα σκληρά
γωνίες γεμάτα και σκληράδα
αρνούνται να συμβιβαστούν με μία τσέπη ενός μπουφάν
ρόλο πρωταγωνιστικό επί του τραπεζιού κατέχουν
κι αν θες στ’ αλήθεια το βράδυ σου μαζί τους να το μοιραστείς
πρέπει από τον εαυτό σου χώρο και χρόνο να δώσεις
θα σου χαρίσω δηλητήριο κι απόψε μα πρέπει από όλα τα άλλα εμένα να προτάξεις
μοιάζουν σαν να σου λένε

και η ταμπακέρα
όχι όχι κουβέντα απόψε για την ταμπακέρα
τρέμω να την ανοίξω
ξέρω πως από μέσα της του πόνου μου τα τέρατα

σταυροφόροι ετοιμοπόλεμοι θα δραπετεύσουν

και πως θα τρέξεις να την κλείσεις

πριν καν προλάβει η ελπίδα μου μια αναπνοή να πάρει

γι’  αυτό σου λέω άφησε την πανδώρα ήσυχη απόψε

ίσα το μύθο της να καταπιεί

και να επιστρέψει ύστερα βουβά

σε ένα κιτάπι εικονογραφημένο

εγώ θα σου μιλήσω μόνο για μύθους αντικαπνιστικούς
παραβολές αχρείαστες και άκακες
που δεν πληγώνουν δεν χαράζουν δεν σπαράζουν
και τα νερά αφήνουν απαλά νανουριστά να κυματίζουν
μόνο για παραμύθια με επιμύθια παιδικά θα σου μιλάω πια
κρατώντας άπασες τις γωνίες μου στρογγυλεμένες
χωρώντας μες στην τσέπη σου αβίαστα
ίσα για να με κουβαλάς σε μια εσοχή αθέατη
χωρίς να σου κοστίζω πια
χωρίς βάρος χωρίς πόνο χωρίς ερωτηματικά

δίχως ούτε να φαίνομαι
εδώ θα μείνω στριμωγμένη μαζί με τα θαυμαστικά μου
αποσιωπώντας με αυταπάρνηση της στίξης τα σημεία
ελπίζοντας κι εγώ σ’ ένα τσιγάρο κάποτε
που με καπνό βαρύ και αποπνικτικό
με θράσος την ατέρμονη νύχτα μου θα αναστατώσει
και δίχως του πόνου το αντάλλαγμα
την καινούρια μου ζωή
ανέπαφη από προπετάσματα καπνού
θα μου επιστρέψει

ανδρών τεράτων πάσα γη τάφος

το λοιπό γιατρουδάκο μου τα πράγματα είναι σκούρα. σκούρα μπλε ελέῳ κυβερνήσεως. μαθαίνω ότι στο νησί χιόνισε και σιγά το νέο δηλαδή, εμένα μέσα μου έχει χιονίσει εδώ και κάτι μήνες και τώρα πια παγετός με περικυκλώνει ολούθε, όμως ζω σε σπίτι έστω και προσωρινά και όχι σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, εκεί γράφεται η ιστορία γιατρέ μου, στα καρά τεπέ της ντροπής μας, εκεί που τα ρεπορτάζ του πέτσα τελειώνουν πριν αρχίσουν. χιόνισε που λες στο νησί και ανέβηκε ο κόσμος στον αίνο μπας και ανασάνει άνευ μάσκας και βρήκε κοφτήριο χρημάτων το αιώνιό μας κράτος, στήσανε μπλόκο οι μπλε και γράφανε κόσμο αβέρτα, γιατί το ανθρώπινό τους πρόσωπο παραμένει μαύρο ακόμα και μέσα στο πάλλευκο χιόνι, και τόσο νευρίασαν με την κατακραυγή που μαθαίνω ότι γράφουνε αβέρτα από προχτές και το κουνούπι που ξεμυτίζει. διότι εξουσία γιατρέ μου. εξουσία τα πανθ’ ορώσα και τα πάντα πληρούσα. σε άλλα νέα, από τύχη δεν με βίασαν και έτυχε απλά να μην με κακοποιήσει κάποιος κάπου κάποτε, ό,τι φτάνει στα μάτια και τα αυτιά μας είναι μια μόνο κορυφή του βουνού βρωμιάς και τεράτων που καταδυναστεύουν των γυναικών τον κόσμο, κι όλα αυτά γιατί στρογγυλοκαθίσανε κάτι άντρες διάλε πάρτους σε θέσεις κλειδιά εδώ και αιώνες και από κει αποφασίζουνε με βάση του βρακιού τους τα θέλγητρα ποια θα ζήσει όπως γουστάρει και ποια όχι. αυτούς να πολεμήσουμε θέλω γιατρουδάκο μου, για να φοράνε τα σούπερ μίνι και τις κελεμπίες και τις πιτζάμες και τα ξώβυζα και ό,τι τους γουστάρει τελωσπάντων ρε αλήτες οι γυναικάρες του κόσμου όλου και να σπέρνουνε τον πανικό από την δύναμή τους. σε πιο άλλα νέα, ο γάτος μου ξεχνάει να πιει νερό και γω να φάω και να κοιμηθώ, η νύχτα έχει πάρει τα πάνω της τόσο τρομαχτικά, ξεκινάει και ποτέ πια δεν τελειώνει, είδα στον ύπνο μου ότι ήμουνα λέει σε ένα μπαρ και κάπνιζα και έπινα την μπύρα μου ολομόναχη και τίποτα στον κόσμο δεν με ένοιαζε πια, μόνο που είναι πολλά που με νοιάζουνε και τόσα πολλά που με καίνε, και ξέρεις φωτιά με παγετό είναι πολύ κακός συνδυασμός, ένας θεός δικός σου και δικός μου ξέρει μόνο πού θα βγει ο κατήφορος αυτός. νόμιζα στην αρχή πως είναι ανηφόρα και πως κάποτε θα την ανέβαινα να δω τι μου ‘κρυψε η ζωή στην άλλη του λόφου άκρη, μα τώρα σιγουρεύτηκα πως ζούμε τον κατήφορο, γλιστράω και πέφτω και οι ζαλάδες μου παράπονο δεν έχω δεν με εγκατέλειψαν ποτέ. και τώρα ξέρω, λήξη συνεδρίας, τι να κάνεις κι εσύ, πόσο να βοηθήσεις πια, ακόμα και ο γιωσαφάτ σηκώνει τα χέρια ίσως ψηλά, θα ξαναβρώ εκείνο το ποίημα της εφηβείας μου του ρίτσου, μια σονάτα, εκεί, εκεί θα βρω την εξήγηση για τη ζαλάδα, εκεί στα δεκαπέντε ίσως βρω εξήγηση και για άλλα πολλά. θα σε ξαναενοχλήσω γιατρέ μου με τους φόβους μου παρά πόδα και το ποίημα ανά χείρας, άμα θες στο αναγιγνώσκω κιόλας, διαβάζω όμορφα και ζω άσχημα, και στ’ αλήθεια δεν ξέρω τι να τον κάνω τον κόσμο γύρω μου, τώρα που πια όλοι άσχημα σαν εμένα ζούνε. ζητείται εντέλει εμβόλιο υπέρ της ομορφιάς και της ελευθερίας λοιπόν ντοκτόρι μου καλό. όποιος πόνεσε και ξέρει γιατρέ, το νου σου. και γι’ αυτούς που από στολή ή από φύλο ή από ψήφο εξουσία πουλάνε ένα είναι το σύνθημα που όλες μας ενώνει. ανδρών τεράτων πάσα γη τάφος.

patria delenda est

η χώρα μου. με ρωτάς για τη χώρα μου. είναι αυτή με τον παρθενώνα. τον ξέρεις. είναι ένα από τα θαύματα του κόσμου. νοτ. η χώρα μου. ζει και βασιλεύει η χώρα μου. έχει γοργόνες και αλέξανδρους και μαρμαρωμένους βασιλιάδες που ποτέ δεν πέθαναν. από ώρα σε ώρα ξυπνάνε και πάνε να κατακτήσουν πρωτεύουσες από αιώνες ξένες. η χώρα μου. η χώρα μου δεν θέλει τους αράπηδες, δεν θέλει τις αδερφές, δεν θέλει τους κωλοαλβανούς και τους παλιοβούλγαρους, νικάει ονλάιν τους τουρκαλάδες κάθε νύχτα. η χώρα μου δεν θέλει τις χοντρές στην παραλία, δεν θέλει τα ζώα στους δρόμους, δεν θέλει να προσλάβει γιατρούς, η χώρα μου δεν επιθυμεί οι γυναίκες να λογίζονται όπως οι άντρες. με ρωτάς για τη χώρα μου. είναι αυτή με τον παρθενώνα πάνω σ’ έναν βράχο η χώρα μου. πουλιέται και αγοράζεται έναντι πινακίου πετρέλαιου η χώρα μου. μποτοξάρει την υφαλοκρηπίδα της η χώρα μου και γεννάει τζάκια πολιτικά. γεννοβολάει εθνικά φρονήματα και λουστράρει τα χρονοντούλαπα του τρόμου. μην με ξαναρωτήσεις για τη χώρα μου. είναι εκείνος ο τόπος ο γεμάτος καιάδες, νησιά και επίδοξους επιχειρηματίες. αυτή είναι η χώρα μου. μια επίδαυρος φαιδρά παιγμένη. ένα παλκοσένικο φτιαγμένο μόνο για ακριβά παπούτσια και φουλάρια αντιδημοκρατικά. φοράει το κραγιόν της η χώρα μου και χαμογελάει ψεύτικα. κρύβει τα σάπια της δόντια η χώρα μου και κάνει πασαρέλα επαιτείας στον παγκόσμιο ιστό. αυτή είναι η χώρα μου. στειρώνει τους φτωχούς και κλωνοποιεί τους πλούσιους. αφαιμάζει το μυαλό μου και με στέλνει στην εκούσια εξορία κάθε νύχτα. η χώρα μου δεν έχει χώρο για ηλίθια τέχνη, για γαμημένη ποίηση, για δακρυσμένο σινεμά. τηλεοπτικό σποτ η χώρα μου. γυρισμένο στο πόδι και ακριβοπληρωμένο από το αίμα του πατέρα και της μάνας μου. η χώρα μου δεν με χωράει. σκοτώνει αντιφασίστες, δολοφονεί ιδέες, στέλνει στον τάφο έφηβους. καίγεται η χώρα μου. γεμάτη οικόπεδα η χώρα μου. μην με ρωτήσεις πάλι για τη χώρα μου. είναι αυτή που πουλάει είκοσι ευρώ τον κάθε made in china παρθενώνα. είναι αυτή που έτυχε να γεννηθώ η χώρα μου. έχει πρωθυπουργούς, δικαστές, αστυνομικούς, παπάδες, δημοσιογράφους. μια τραγωδία ασυνέπειας η χώρα μου. ένα τσιφτετέλι τούρκικο μόνο για γνήσιους έλληνες. ένα δελτίο ειδήσεων ξεπουλημένο από τα αποδυτήρια. κύπελλο πρωταθλητριών μεταξύ χαμένων ζωών η χώρα μου. θηλιά στο λαιμό μου και σφαίρα στον κρόταφο η χώρα μου. γι’ αυτό σου λέω. μην με ρωτάς. αυτή είναι η χώρα μου.

memento mori

το πένθος
το πένθος και το χώμα
κι ο πόνος
ο πόνος και το χώμα
το χώμα που πατάμε
πόσους πόνους έχει μέσα του θαμμένους

βαθιά στη γη ο πόνος
βαθιά στη γη το πένθος
βαθιά στη γη η ρίζα

τα χέρια τα δάχτυλα το βλέμμα
δύο πόδια χέρια τέσσερα
κάποιος φώναξε βοήθεια
αλλά ήτανε περασμένη πια η ώρα των χεριών

μόνο πόδια δύο πια πάνω στη γη
να την ορίζουν
να την πληγώνουν
να την προσθέτουν τρις σε δηλώσεις εφοριακές
να τη μοιράζουν και να της καρφώνουν όρια

από δω οι άσπροι από κει οι μαύροι

βαθιά στη γη το πένθος
να του ξεχάσουμε την ύπαρξη
πόδια τέσσερα νύχια κοφτερά
και μια ανάσα που δεν βγαίνει πια

η αγάπη
στο χώμα η αγάπη
αξίνες και φτυάρια από πάνω της
να οργωθεί με βία
και αγάπη πιότερη να δώσει

κι ο πόνος
άγραφος στο χαρτί
άτρωτος στο χώμα
άλυτος στην εξίσωση

γνωστός άγνωστος ο θάνατος
ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο η αγάπη
διαιρέτης μέγιστος και κοινός το χώμα

να λύσουμε τις εξισώσεις
να ξεκαρφώσουμε τα σύνορα
να θυμόμαστε τους πεθαμένους

να ξεθάψω από τη γη τον πόνο
βαθιά στην τσέπη να τον χώσω
να τρέξω έξω
και για αγάπη να τον μοιράσω
στης γης
που για δικιά σας τη λογίζετε
όλα τα πλάσματα

ο πόνος
ο πόνος στο χώμα να οργωθεί
νέα αγάπη να καρπίσει

και αγγίγματα αθώα και βλέμματα
βλέμματα μόνο
γεμάτα αγάπη
τις εφοριακές δηλώσεις σας
να κατακλύσουν

ω γλυκύ μου έαρ

 

90766714_10218269003251377_5310374479048736768_n

 

να κοιτάξω έξω απ’ το παράθυρο

να θυμηθώ το μέσα και το έξω

κι όλα τα επιρρήματα που πέσανε πια στην αχρηστία

ανάμεσα στα μάτια σου να κοιτάξω

σ’ εκείνη τη ρυτίδα που άξαφνα φύτρωσε στη μέση

λυγμός και ψήγμα αιώνιας μνήμης

να θυμηθώ το βλέμμα σου

τη μυρωδιά της αγκαλιάς σου

τον τρόπο που μιλάς και που αγγίζεις και που επιπλήττεις

 

να κοιτάξω έξω απ’ το παράθυρο

ανέγγιχτη να ικετεύω τη βροχή να μ’ ακουμπήσει

να συνδεθώ κάθε απόγευμα με στελέχη κυβερνητικά

που ξέρουν πάντα το σωστό

που θα με περιλούσουν κάθε μέρα με την ευθύνη του θανάτου

το βλέμμα τους ωστόσο ανήμπορο το ψέμα τους να κρύψει

τα μάτια όλων τους με επικρισία μας κοιτάζουν

εκμεταλλεύονται θαρρώ τις περιστάσεις με τρόπο εκπληκτικό

βλέπεις κανείς δεν στέκει πια απέναντί τους για να αντιταχθεί

 

έξω απ’ το παράθυρο να κοιτάξω

να αφιερώσω λίγο απ’ τον χρόνο που σταμάτησε το αιώνιο κύλημά του

σε θανόντες και αρρώστους και όσους μόνοι τους παλεύουνε τις ύστατες στιγμές

μ’ ένα διάταγμα μας είπαν καταργείται και η χαρά και η λύπη

και πιότερο το μοίρασμά τους αναμετάξυ μας

κι ύστερα να σκεφτώ μια νοσοκόμα

κάθε πρωί να παίζει στοίχημα με τη ζωή της

και κάθε βράδυ να μετράει δέκατα και δεκάρες

να αναρωτιέται ποιος γυμνή την άφησε στις μάχες

και τι άραγε να έχει κόστος και αξία μεγαλύτερη

από την ίδια τη ζωή

 

να κοιτάξω έξω απ’ το παράθυρο

βιαστικά στη μια μου τσέπη να χώσω αναμνήσεις και εικόνες

κι από την άλλη μου τσέπη αργά και διθυραμβικά

να ξεδιπλώσω όνειρα και σχέδια

να τα απλώσω στο χαλί

και με περίσσια ειρωνεία να συμπληρώσω αυτού του απρίλη το επιδαπέδιο παζλ

 

και επιτέλους την πόρτα να ανοίξω

έξω να βγω

να μυρίσω την ανθρώπινη οσμή

με βία να σκάψω το χώμα

και κει να ξαναβρώ

τους νεκρούς μας και τους αγώνες μας και όλα κείνα που ποτέ αιχμάλωτα δεν πιάστηκαν

σταγονίδια αόρατα ελευθερίας που θα εξατμιστούν

κι ύστερα θα πέσουν πάνω μας βροχή γόνιμη

ίσα να γεμίσουμε τα πνευμόνια μας

και τον κύκλο της ζωής να ξαναφτιάξουμε από την αρχή

todesfall

ο θάνατος

μια συνομιλία σε κενό αέρος

μια βία ανωτέρα πεσμένη στα έγκατα των χωμάτων

μια αναθυμίαση που σέρνει πίσω της κρότους

ο θάνατος

 

ο θάνατος

ανάσα σε δηλητηριασμένο νερό

εφιάλτης χωρίς το ξύπνημα του τρόμου

τραγούδι παιδικό σ’ ένα μπαλκόνι της πόλης

ο θάνατος

 

εγώ κι εσύ που δεν θα ιδωθούμε πια ποτέ

ο θάνατος

και κείνο το τραγούδι σ’ ένα αστικό μπαλκόνι

που δεν θα θέλω πια να ξανακούσω

ο θάνατος

 

μια προστριβή με την ανυπαρξία ο θάνατος

θερμόμετρο κάτω απ’ τους δέκα βαθμούς

αλήθεια που δεν έχει γυρισμό

μια πιθανότητα απευκταία

ο θάνατος

 

στιγμή ισότητας για όλους ο θάνατος

η μόνη σιγουριά μόλις γεννιόμαστε

μια φάρσα χωρίς γέλιο ο θάνατος

μια στάλα αέρα ύπουλη που κύλησε στο αίμα

ο θάνατος

 

ρεύμα αέρα παγωμένο ο θάνατος

ρυτίδα αλύγιστη στο χρόνο

όρκος της ανθρωπότητας για αιώνια λησμονιά

άγευστο δάκρυ και λουλούδια άοσμα

ο θάνατος

φουλ μουν

θα σου πω απόψε την οδό
άκουσέ με προσεκτικά
θα σου θυμίσω το δρόμο
πώς θα ‘ρθεις να με βρεις
σε ικετεύω να μ’ ακούσεις
μόνο για απόψε
μόνο απόψε ζητάω την ακοή σου
όπως αποζητούσα κάποτε το σώμα σου

θα πάρεις λοιπόν τον ίσιο δρόμο
θα διασχίσεις την ακτογραμμή
όχι όχι άκουσέ με
δεν απαιτώ να περπατήσεις πάνω στο νερό
για μένα θαύμα και θρησκεία θα ‘ταν μόνο να ερχόσουν

ο δρόμος είναι παραλιακός
θα απολαύσεις τη διαδρομή
θα περάσεις δίπλα απ’ το παλιό σχολείο
κείνο που δεν το ‘ριξε ο σεισμός
φρεσκαρισμένο σήμερα στην όψη
ένεκα οι εκστρατείες οι προεκλογικές
μα μέσα του κουφάρι έρημο
σαν εμένα που τώρα σου μιλώ

ύστερα θα περάσεις έξω από το πλούσιο ξενοδοχείο
εκεί όπου διακόπτουν τη ζωή τους οι πλουσιοπάροχοι αμερικάνοι
δες τους για μια στιγμή
ανεβασμένοι στα μπαλκόνια
τρώνε σταφύλι άνευ κουκουτσιού
φυλλομετράνε τις επιταγές τους
κι αναρωτιούνται αν ακάλυπτες θα ‘ναι για πάντα οι ζωές τους

εσύ όμως πρέπει να συνεχίσεις
θα πας ευθεία
μην μπεις στο τσιπουράδικο
θα σε μεθύσουνε με λόγια κολακευτικά
κι ίσως ξεχάσεις ύστερα σε μένα να φανείς
σε μια στιγμή ο δρόμος στρίβει
μην μπερδευτείς
εσύ ευθεία
όλο ευθεία
μέχρι να νιώσεις αλμυρίκι και θολά νερά τα πόδια σου να υγραίνουν

ύστερα φυσικά μια εκκλησία
άγιος σπυρίδωνας θαρρώ
μα εσύ μην τη ρωτήσεις τίποτα
τα ξέρει όλα τούτος ο αρχέγονος ναός
όλα όλα σου λέω
πήγα ένα μεσημέρι ξέρεις και ποτέ δεν στο ‘πα
εξομολόγηση σε τοίχο ασβεστωμένο και σε γλαρόπουλο φευγάτο

πέρνα την εκκλησία και συνέχισε ευθεία
στο σκοίνο θα ‘χω αφημένο ένα κλειδί
κι όταν στην έπειτα στροφή με συναντήσεις
ίσως να σου ‘ναι το κλειδί τελείως άχρηστο
γιατί είμαι εκεί που μ’ άφησες
ξεκλείδωτη
παντέρημη
αγέραστη κι αγέλαστη
για σένα γεννηθείσα μια τυχαία πέμπτη

όταν στρίψεις και με δεις
ικεσία σου κάνω να καμωθείς πως σου ‘λειψα
κι ας είναι πια η ζωή σου ξέχωρα πετυχημένη
μια τελευταία πανσέληνο τα μάτια μας να δούνε σου ζητώ
κι ύστερα πέτα το κλειδί
σβήσε το δρόμο από το νου σου
και πες σε όλους πως δεν υπάρχω πια
πως με φαντάστηκα να ζω και να αγαπιέμαι από σένα
και πως για πάντα από το φάντασμά μου έχεις γλιτώσει